Σήμερα σπάνια θα δει κανείς μονοκατοικία στην Ελλάδα χωρίς γκαζόν. Η μόδα έχει κατακτήσει ακόμη και πολλά χωριά, όπου συχνά συναντά κανείς περιποιημένους κήπους σκεπασμένους με τα αγαπημένα πράσινα «χαλιά» -και με τους λογαριασμούς κατανάλωσης νερού να ανεβαίνουν αναπόφευκτα στα ύψη.
Ο πρώτος που εξοικείωσε τον ελληνικό
πληθυσμό με το γκαζόν ήταν ο Σπύρος Μερκούρης, ο οποίος –όντας δήμαρχος Αθηνών–
το 1912 άλλαξε την εικόνα των δημοτικών κήπων της πρωτεύουσας αντικαθιστώντας τους
παλιούς διακοσμητικούς θάμνους με το νέο είδος γρασιδιού.
Ο νεωτερισμός δεν πέρασε απαρατήρητος από τις εφημερίδες της εποχής, που αναδείκνυαν κυρίως τα προβλήματα και τις ανάγκες συντήρησης... της (!) γκαζόν.
«Ακόμη
δεν ενεφανίσθη καλά-καλά η περίφημη γκαζόν –παλαιοελληνιστί χλόη– των δημοτικών
κήπων, και ηρχίσαμεν τα παράπονα ότι καταπατείται· και ζητείται από τώρα η
επέμβασις της αστυνομίας προς προστασίαν των ανοικτών χώρων», έγραφε η
εφημερίδα Εστία στις 19.04.1912. Και ο συντάκτης νοσταλγούσε το προϋφιστάμενο
καθεστώς, απαισιόδοξος για τις προοπτικές αντοχής του γκαζόν: «Εν όσω επρόκειτο περί των μεγάλων
διακοσμητικών θάμνων, κίνδυνος καταπατήσεως ή ολοσχερούς καταστροφής δεν
υπήρχεν. Αφού όμως τα φυσικά εκείνα πράσινα κιγκλιδώματα εξερριζώθησαν, και η
τήρησης της χλόης αφέθη εις τα φιλοδασικά αισθήματα των πολιτών, είνε
φυσικώτατον, αν όχι οι μεγάλοι, τουλάχιστον, τα παιδιά να μη υπολήπτωνται πολύ
την νεοφανή πρασινάδαν, η οποία καταδικάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπον ν’ αποθάνη
πριν γεννηθή».
Αντίθετα, το θαυμασμό του για τη νέα όψη
του Κήπου στην πλατεία Κλαυθμώνος εξέφρασε ο συντάκτης του Εμπρός (16.07.1912):
«Το μάτι αναπαύεται γύρω εις ωραίον γκαζόν, το οποίον στολίζουν κατά διαστήματα
ποικιλόχρωμα άνθη και πλαισιώνουν οι τεφροί κορμοί των δένδρων». Δεν παρέλειψε όμως
κι αυτός, αν και με σαφώς πιο χιουμοριστική διάθεση, να καταγράψει κάποιες...
διαμαρτυρίες. Ποιοι είχαν παράπονα; «Οι
ερωτευμένοι. Πού φύλλωμα πυκνόν τώρα διά να καλύψή τας εκμυστηρεύσεις των! Ένας
χωροφύλαξ ιστάμενος εις την μίαν γωνίαν ειμπορεί να διακρίνη εις την άλλην τι
γίνεται»!
Εν τω μεταξύ, είχε κάνει την εμφάνιση του και
ένα νέο επάγγελμα, άγνωστο μέχρι τότε: ο «Κουρεύς
του γκαζόν των δημοτικών κήπων», ο οποίος είχε στα καθήκοντά του «να κουρεύη την γκαζόν και να ξυρίζη τους φοίνικας»
έναντι αμοιβής 50 λεπτών (Εστία, 11.07.1912).
Σύμφωνα πάντως με τα δημοσιεύματα των επόμενων δύο μηνών, ο πιο πετυχημένος κήπος ήταν αυτός της πλατείας Ομονοίας, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως «υπόδειγμα» («ανθηρότατος με δροσερόν και καταπράσινον γκαζόν»). Αντίθετα, άρχισαν γρήγορα να... φαλακρίζουν ο κήπος της πλατείας Συντάγματος και του υπουργείου Οικονομικών, ώστε ζητήθηκε νέα σπορά γκαζόν, καθώς και η περίφραξή τους με κιγκλιδώματα για την προστασία του πρασίνου.
Βέβαια άρχισε σιγά σιγά να φθινοπωριάζει, ενώ σύντομα ξέσπασε και ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος, ώστε μπορούμε να υποθέσουμε ότι η προστασία του γκαζόν στους δημοτικούς κήπους της Αθήνας μάλλον δεν ήταν μια από τις πρώτες προτεραιότητες. Μια φορά πάντως, η αρχή είχε γίνει και το γκαζόν άρχισε σιγά-σιγά να ενσωματώνεται στην αισθητική της πρωτεύουσας και των κατοίκων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου