1 Φεβρουαρίου 2025

Ποιος ήταν ο περιβόητος Παναγής, που όλοι τον έψαχναν και ρωτούσαν «Μην είδατε τον Παναγή»; Έργα και ημέρες της πολυετούς δράσης του!

Το 1943, εν μέσω της γερμανικής Κατοχής, μια φράση ακουγόταν ολοένα πιο συχνά στους δρόμους της Αθήνας, μια φράση που επιβίωσε μέχρι σήμερα: «Μην είδατε τον Παναγή;».

«Ποιος είναι αυτός ο Παναγής; Μέγας επί των ημερών μας κατακτητής, όσον και ο Αλέξανδρος. Με τη διαφορά ότι, αντί να κατακτήση ασιατικά κράτη, κατέκτησε τις καρδιές δέκα και πλέον κοριτσιών της Αττικής. Κι όπως ο Μέγας Αλέξαντρος  έλυσε τον γόρδιον δεσμόν, έτσι κι ο Παναγής έλυσε για κάμποσο καιρό... το οικονομικό του πρόβλημα».

Τα παραπάνω έγραφε στην εφημερίδα Βραδυνή στις 27 Οκτωβρίου 1943 ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Ασημάκης Γιαλαμάς, ο οποίος στη συνέχεια παρέθετε την ιστορία του περιβόητου Παναγή, ενός «κομψού και δραστήριου νέου», που είχε εμφανιστεί αρκετούς μήνες νωρίτερα στα χωριά της Αττικής.

Ο περιβόητος Παναγής εμφανιζόταν ως μεγαλέμπορος από την Αθήνα και σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ζητούσε ν’ αγοράσει όσα τρόφιμα υπήρχαν στο χωριό σε όποια τιμή τα πρόσφερε ο κάθε χωρικός/πρόθυμος πωλητής. Δεν έκανε ποτέ παζάρια, πείθοντας ακόμη περισσότερο για την οικονομική του άνεση, ενώ έδινε επί τόπου και μια προκαταβολή κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των χωρικών.

Όμως παράλληλα με τις οικονομικές του δοσοληψίες, ο εν λόγω εμφανιζόμενος ως Παναγής σε κάθε χωριό εύρισκε μια κοπέλα, όμορφη και κυρίως οικονομικά ευκατάστατη, την οποία αρραβωνιαζόταν. Περισσότεροι από δέκα –θρυλείται ότι– ήταν οι αρραβώνες του Παναγή, ο οποίος απομυζούσε όσο μπορούσε περισσότερο τα μελλοντικά πεθερικά του, λέγοντας τους για παράδειγμα: «Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί, που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα, κι αργότερα σας φέρνω τα λεφτά». Τα πεθερικά βέβαια είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στον υποτίθεται μεγαλέμπορο μελλοντικό γαμπρό τους, στον οποίο και παρείχαν πρόθυμα ό,τι τους ζητούσε χωρίς να νοιάζονται για τα χρήματα.

Παράλληλα, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, ο πανούργος αυτός απατεώνας κάλυπτε και τις... συναισθηματικές του ανάγκες. Όπως σχολίαζε ο Ασημάκης Γιαλαμάς στο χρονογράφημά του, «Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μια έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι έτσι η ζωή του Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του».

Σταδιακά, τα πεθερικά ενδιαφέρονταν να μάθουν πότε με το καλό θα γινόταν ο γάμος. Οι υπεκφυγές δεν μπορούσαν να συνεχίζονται επ’ αόριστον και αναγκαστικά ο Παναγής, που μπορεί αυτό να μην ήταν καν το πραγματικό του όνομα, όρισε ημερομηνία γάμου και μάλιστα την ίδια ημερομηνία σε όλες τις αρραβωνιαστικιές! Για τη συνέχεια, ανατρέχω στην απολαυστική πένα του Γιαλαμά:

«[...] Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα. Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος, όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε. Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι όταν έφθανε το λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν:

- Μην είδατε τον Παναγή;

Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά, εις τα οποία είχε... διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι:

- Μην είδατε τον Παναγή;

Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά, η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου. Και τώρα, όταν βγήτε έξω απ’ την Αθήνα με λεωφορείο, θ’ ακούσετε σ’ όλη τη διαδρομή να σας ρωτούν:

- Μην είδατε τον Παναγή;

Η ερώτησις έγινε το σύνθημα της εποχής. Σήμερα, που οι απάτες και οι μηχανές είναι το τρέχον νόμισμα και οι Παναγήδες έχουν επικινδύνως πληθυνθή, ήταν αναπόφευκτο να βρεθή μια φράσις προειδοποιητική για τους αφελείς, κάτι σαν το “βάρδα φουρνέλλο”, που φωνάζουν οι λατόμοι. Όταν λοιπόν οσφραίνεσθε του λοιπού κάποια καιομένη θρυαλλίδα απάτης, δεν έχετε παρά να φωνάζετε:

- Μην είδατε τον Παναγή;»

Το φαινόμενο σχολίαζε και ο δημοσιογράφος Ηλ. Σ. Παπαπούλος στον Πρωινό Τύπο σχεδόν ένα μήνα αργότερα (25.11.1943) παρουσιάζοντας –χάρη και στη λογοκρισία  των δυνάμεων κατοχής– μια Αθήνα που δεν ασχολιόταν με τίποτε άλλο πέρα από τον επιτήδειο απατεώνα:

«Τιμές και δόξες πολλές απέκτησε έτσι μονομιάς ο περίφημος ήρως, ο Παναής. Δεν μιλάνε για τίποτ’ άλλο την εποχή αυτή στην πρωτεύουσα. Δεν υπάρχει άλλο θέμα πιο επίκαιρο:

- Ο Παναής!...

Συζητούν για τις περιπέτειές του, τα κόλπα του, τις κατακτήσεις του, τα τεχνάσματά του, τα ηρωικά κατορθώματά του. Ένας σύγχρονος Έλλην Ντον Ζουάν που κοντεύει να φθάση και να περάση τη φήμη του παληού συναδέλφου του. Έγινε ο περίφημος Παναής έμμετρη σάτυρα, λαϊκή επιφυλλίδα, εβδομαδιαία φυλλάδια, τραγούδι, μυθιστόρημα, ποίημα, επιθεώρησις... Υπάρχει ακόμη πληροφορία ότι πρόκειται να γυρισθή και φιλμ με υπόθεσι τις περιπέτειες του Παναή!...

Όπου πας, όπου καθήσης, όπου σταθής, όπου γυρίσης, τ’ αυτιά σου πάνε να τρυπήσουν από τις στριγγές φωνές των πιτσιρίκων που ουρλιάζουν απελπιστικά:

- Ο Παναής στα Μέγαρα...

- Πάρτε να διαβάσετε τι έκανε ο Παναής...

- Οι αρραβώνες του Παναή...

- Οι γάμοι του Παναή...

- Οι προίκες του Παναή...

- Ο Παναής εξαφανίζεται... [...]»

Όμως το πιο ενδιαφέρον στο χρονογράφημα του Ηλ. Σ. Παπαπούλου ήταν η παρατήρησή του ότι παρόμοιος Παναγής, είχε εμφανιστεί αρκετά χρόνια νωρίτερα στα χωριά της Αρκαδιάς. Είχε το ίδιο όνομα, έταζε κι εκείνος γάμο σε –άγνωστο πόσες– κοπέλες, τις οποίες αρραβωνιάστηκε, αλλά ουδέποτε ανέβηκε με κάποια από αυτές τα σκαλιά της εκκλησίας. Η μόνη διαφορά με τον Παναγή της Αθήνας ήταν ότι ο αρκάς Παναγής δεν υποδυόταν τον μεγαλέμπορο, αλλά τα μόνα θύματά του ήταν οι οικογένειες των αρραβωνιαστικών του. «Υποπτεύομαι ότι ίσως η ιστορία του Παναή είνε η παληά εκείνη και ξαναήρθε τώρα στην επικαιρότητα λόγω των γεγονότων επηυξημένη και βελτιωμένη με τη σάτυρα της μαύρης αγοράς», σχολίαζε.

Όσον αφορά τον Παναγή της Αρκαδίας, ο δημοσιογράφος του Πρωινού Τύπου ανέσυρε από τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων:

«Πριν από δώδεκα χρόνια, στην πόλι που γεννήθηκα, τη Σπάρτη, έφτιαχναν τους δρόμους τόσον της πόλεως όσον και των γύρω χωριών. [...] Γι’ αυτή τη δουλειά λοιπόν είχαν έρθει από τα Αρβανιτοχώρια της Τριπόλεως, όπως λένε, τη Βλαχοκερασιά, τη Κερασίτσα, το Μονόδεντρο, πολλές γυναίκες που δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά να σπάζουν πέτρες.

Μαντηλοδεμένες, ροδομάγουλες, χαμηλοβλεπούσες, με το σφυρί στο χέρι, από τα ξημερώματα ως τη δύσι του ήλιου, δούλευαν τραγουδώντας...

Πιτσιρίκοι εμείς πηγαίναμε στο σχολείο. Περνούσαμε κι από τους δρόμους όπου δούλευαν οι αρβανιτοχωριάτισσες. Μας έπαιρναν τότε παράμερα οι μεγάλοι γνωστοί μας και για να κάνουν γούστο, μας έλεγαν να τους φωνάζουμε:

- Μην είδατε τον Παναή;

Όλοι τότε εμείς μαζί με δυνατές φωνές και γιουχαρίσματα αρχίζαμε:

- Μην είδατε τον Παναή;

Ε!... Αυτό ήτανε. Αφήνανε κάτω το σφυρί και μας άρχιζαν στις αρβανίτικες βρισιές και στο πετροβόλημα. Εμείς όπου φύγει-φύγει. Και δόστου φωνές:

- Μην είδατε τον Παναή;

Κάποτε μάλιστα έγινε σωστή μάχη για την αιτία αυτή. Ήταν του Ευαγγελισμού το βράδυ και είχαμε συγκεντρωθή όλοι οι μαθηταί του γυμνασίου για τη λαμπαδηφορία. Εκεί που είχαμε παραταχθή δούλευαν και οι «Παναήδες», όπως τους λέγαμε. Είμαστε κάπου 500-600 μαθητούδια.

Όταν κάποτε κάποιος έδωκε το σύνθημα:

- Μην είδατε τον Παναή;

Το πήραμε όλοι μαζί και δεν άκουγες παρά πεντακόσια στόματα να φωνάζουν:

- Μην είδατε τον Παναή;

Αρπάζουν τα λιθάρια οι κοπέλλες και μας αρχίζουν. Διαλύσαμε τη παράταξι εμείς και τους πέφτουμε στα κοντά. Πετροπόλεμος φοβερός. Σωστή μάχη. Σφύριζαν τα λιθάρια σαν όλμοι. Ατρόμητες οι αρβανίτισσες. Και βρισιές και κακό... Ούτε να σταματήσουν έλεγαν.

Απώλειες και τραυματισμοί εκατέρωθεν. Μια πέτρα με βρήκε και μένα στο κεφάλι και μ’ έβγαλε εκτός μάχης...

Έγινε φασαρία μεγάλη, το πήραν είδησι οι καθηγηταί, έφθασαν επί τόπου με το γυμνασιάρχη και μας καθησύχασαν. Εννοείται ότι ακολούθησαν μερικές αποβολές εκείνων που εκρίθησαν πρωταίτιοι, για χάρι του Παναή...

Ομαδική διαμαρτυρία έκαναν στο γυμνασιάρχη οι αρβανίτισσες, για τα πειράγματα. Με αυστηρές ποινές απαηγόρευσε ο γυμνασιάρχης να τις πειράζουμε...

Το βράδυ όμως, στα σκοτεινά, όταν τις βλέπαμε, βγάζαμε το άχτι μας:

- Μην είδατε τον Παναή; [...]»

Ποιος ήταν όμως ο περιβόητος Παναγής; Με αφορμή σύλληψή του τον Απρίλιο του 1951, οι αθηναϊκές εφημερίδες τον ανέφεραν ως Παναγή Φωτόπουλο (μάλλον το πραγματικό του επίθετο) ή Αρκαδινό ή Κοτζιά ή Μητσάρα ή Γιαβή ή Μπομπότη, γεννηθέντα το 1911 στη Βλαχάβα ή στα Δρακοβούνια ή στη Μαγούλιανη της Τρίπολης ή στα Μέγαρα, φερόμενου ως ασκούντα το επάγγελμα του εμπόρου ή του κτηματία ή του φιλολόγου ή του δημοσίου υπαλλήλου ή του δημοσιογράφου! Όλα τα παραπάνω αναφέρονταν τουλάχιστον στο δελτίο σήμανσης της Γενικής Ασφάλειας.

Ο ρεπόρτερ της εφημερίδας Ελευθερία έγραφε (06.04.1951) ότι ήταν ένας «συνηθισμένος τύπος και δίδει εκ πρώτης όψεως την εντύπωσιν αφελούς ανθρώπου ενώ είναι ευφυέστατος». Σύμφωνα δε με τα δημοσιεύματα πολλών αθηναϊκών εφημερίδων, είχε ξεκινήσει την εγκληματική του δράση διαπράττοντας μικροκλοπές από το 1924, δηλαδή σε ηλικία μόλις 13 ετών. Πιο γνωστή απάτη ήταν η ιστορία με τις προίκες που είχε εισπράξει από τις παράλληλες μνηστές του στην περιοχή των Μεγάρων, όπου υποδυόταν τον πλανόδιο έμπορο, η ιστορία που γέννησε τη φράση «Μην είδατε τον Παναγή». Η διαφορά είναι ότι στα δημοσιεύματα του 1951 ο αριθμός των θυμάτων έπεφτε στις τέσσερις με πέντε νύφες.

Τη διετία 1944 με 1946 διέπραξε διάφορες μικροαπάτες στην Αθήνα εμφανιζόμενος άλλοτε ως υπάλληλος της δημαρχίας που θα τακτοποιούσε εκκρεμείς υποθέσεις των ανυποψίαστων θυμάτων του και άλλοτε ως υπάλληλος του Ερυθρού Σταυρού που υποσχόταν την προμήθεια τροφίμων ή την έκδοση υπεράριθμων δελτίων τροφίμων –πάντα έναντι χρηματικού ανταλλάγματος!

Το 1946 συνελήφθη και καταδικάστηκε για όλες αυτές τις απάτες, εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές της Πάτρας, απ’ όπου αποφυλακίστηκε στις αρχές του 1951. Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του βρέθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου επιχείρησε να εξαπατήσει τη σύζυγο πρώην συγκρατούμενού του. Δεν τα κατάφερε είτε γιατί την δεν είχε βρει είτε γιατί εκείνη τον κυνήγησε. Έτσι, ο Παναγής κατέφυγε στην Αθήνα, όπου και συνελήφθη τυχαία στις 5 Απριλίου 1951 περιφερόμενος ύποπτα έξω από ένα εμπορικό κατάστημα. Ωστόσο αφέθηκε ελεύθερος, επειδή δεν εκκρεμούσε κάποια κατηγορία για διάπραξη απάτης.

«Ο Παναγής είναι απατεών εξ ιδιοσυγκρασίας. Ζη για να εξαπατά. Ένας αδελφός του, ευκατάστατος στην Αμερική, τον εκάλεσε με την υπόσχεσι να τον κάνη συνεταίρο στις επιχειρήσεις του. Ο Παναγής αρνήθηκε. Εγώ απατεών γεννήθηκα, απατεών θα πεθάνω, είχε πη κάποτε ενός αστυνομικού», έγραφε ο χρονογράφος της εφημερίδας Αλλαγή στις 16.01.1952 με αφορμή μία ακόμη περιπέτεια του περιβόητου απατεώνα, που κατηγορείτο ότι είχε ξαφρίσει 160.000 δραχμές από έναν Αμερικάνο... δήθεν για τον έρανο υπέρ των απόρων παιδιών. Μάλιστα φερόταν από το δημοσίευμα να απαντά στους αστυνομικούς, που τον είχαν συλλάβει: «Κι εγώ τι είμαι; Άπορο... παιδί δεν είμαι; Άπορος είμαι, έρανο έκανα. Τι το κακό βλέπετε σ’ αυτή την... θεάρεστη πράξι μου;».

Ακόμη μια περιπέτεια του Παναγή κατέγραψαν οι εφημερίδες λίγους μήνες αργότερα. Αντιγράφω από την εφημερίδα Αλλαγή της 01.07.1952:

«Όπως αναφέρεται εις το Αστυνομικόν Δελτίον, ο Παναγής ενεφανίσθη προχθές το απόγευμα αψόγως ενδεδυμένος εις το επί της οδού Καρόλου 37 πρακτορείον λεωφορείων Αταλάντης – Καμμένων Βούρλων και υπό το πρόσχημα συλλογής πληροφοριών ως προς την διαμονήν ενός ιερωμένου, ήλθεν εις επαφήν με τους αναμένοντας το αυτοκίνητον της γραμμής διά να ταξιδεύσουν επιβάτας. Μεταξύ των τελευταίων συγκατελέγοντο ο Κ. Κουδούνης, ετών 72 και η έγγαμος θυγάτηρ του, Αντωνία Μπέρτσου, με τους οποίους ο απατεών ήνοιξεν... ευρείαν πολιτικήν συζήτησιν. Εν συνεχεία τους εδήλωσεν ότι ήτο δήθεν αδελφός του Δημάρχου Σπάρτης και διευθυντής του εις Αταλάντην υποκαταστήματος της Τραπέζης της Ελλάδος και προσεφέρθη... ευγενώς να τους παραλάβη με την ανύπαρκτον κούρσαν του διά να τους μεταφέρη εις τον προορισμόν των. Πατήρ και κόρη τότε, εδέχθησαν προθύμως την προσφοράν του… Διευθυντού κλπ, ο πρώτος μάλιστα έσπευσε, τη υποδείξει του απατεώνος, να “ρίξη μια ματιά” εις την κούρσαν. Ο Παναγής τον ωδήγησεν εις μίαν εκεί πάροδον, όπου εστάθμευεν ένα πολυτελέστατον αυτοκίνητον ανήκον εις ξένον άτομον.

- Αυτό είναι το αμάξι μου, του είπε. Περάστε μέσα.

Ο γέρων όλος χαράς έσπευσε να “στρογγυλοκαθήση” εις το εσωτερικόν του αυτοκινήτου.

- Πηγαίνω να φέρω τώρα την κόρην σας, του είπεν εν συνεχεία ο Παναγής, αλλά θέλω να αγοράσω κάτι μικροπράγματα και έχω μαζύ μου μόνον επιταγάς εκατομμυρίων. Μήπως έχετε μαζύ σας μερικά ψιλά;

Ο Κουδούνης, πρόθυμος πάντοτε έσπευσε να του δώση 160 χιλιάδας δραχμάς. (Σ.σ. το ποσό ήταν σχετικά μικρό για τα δεδομένα της εποχής, δηλ. αντιστοιχούσε όντως σε μικροέξοδα]

Ο απατεών, μόλις “έβαλε εις το χέρι” τα χρήματα, κατηυθύνθη δρομέως εις την αναμένουσαν έξωθι του πρακτορείου κυρίαν Μπέρτσου και με το ίδιο “κόλπο” της απέσπασεν 140 χιλιάδας δραχμάς.

- Πηγαίνετε τώρα, της είπεν ακολούθως εδώ στην οδόν Ακομινάτου δεξιά, όπου σας περιμένει ο πατήρ σας μέσα εις το αυτοκίνητόν μου, εγώ δε σε δύο - τρία λεπτά έρχομαι αμέσως.

Και η μεν Μπέρτσου μετέβη και συνήντησε τον πατέρα της, ο απατεών όμως εγένετο άφαντος. Αντ’ αυτού ενεφανίσθη μετ’ ολίγον ο κάτοχος της κούρσας, ο οποίος εξεδίωξεν ευτυχώς άνευ επεισοδίου από το αυτοκίνητόν του, τους δύο αφελείς επιβάτας. Οι τελευταίοι τότε κατέφυγον εις την Γενικήν Ασφάλειαν Αθηνών, όπου, από επιδειχθείσας εις αυτούς φωτογραφίας διαφόρων απατεώνων, ανεγνώρισαν τον Καπετάν Παναγή και ηρκέσθησαν να υποβάλουν εναντίον του, μίαν ακόμη, εις τας τόσας άλλας εκκρεμούσας εναντίον του μηνύσεις».

Πώς  ο Παναγής Φωτόπουλος υπερασπίστηκε τον εαυτό του πριν αφεθεί ελεύθερος από τους αστυνομικούς, επειδή είχε παρέλθει το 24ωρο από τη διάπραξη του αδικήματος (και επομένως δεν δικαιολογείτο η αυτόφωρη σύλληψή του); Εμπνεύστηκε ένα προκλητικό χαριτολόγημα, «Τα κορόιδα δημιουργούν τους απατεώνες. Εάν δε, δεν υπήρχαν κορόιδα, δεν θα υπήρχαν και έξυπνοι άνθρωποι»!

Εν τω μεταξύ, οι ανά τακτικά χρονικά διαστήματα εμφανίσεις του Παναγή στα δημοσιεύματα των εφημερίδων, που δεν παρέλειπαν να υπενθυμίζουν την παλιά ιστορία των Μεγάρων, άρχισε να ενοχλεί τους ντόπιους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η μικρή κλειστή κοινότητά τους δυσφημούταν και ότι οι ίδιοι έμοιαζαν –σύμφωνα με τα συντηρητικότατα ήθη της εποχής– περίπου ως «ανήθικοι»!

Στις 29.01.1952, η εφημερίδα Εμπρός δημοσίευσε επιστολή διαμαρτυρίας του δημάρχου Μεγάρων, ο οποίος υποστήριξε ότι όλη εκείνη η παλιά ιστορία με τις νύφες ήταν αποκύημα της φαντασίας. «Στην πόλι μας ούτε έζησε, ούτε φάνηκε ποτέ, ούτε έδρασε ούτε μπορούσε να δράση ο περίφημος, ο πολυώνυμος απατεών ο Παναγής του Αστυνομικού δελτίου. Στα Μέγαρα με τις αυστηρές ηθικές αρχές μας έχομε άξια και τίμια παλληκάρια για τις εκλεκτές καθ’ όλα κοπέλλες μας και δεν μας χρειάστηκαν ποτέ οιοιδήποτε Παναγήδες», έγραψε ο δήμαρχος, που παράλληλα ζητούσε «να παύση πια η διακωμώδησις της πόλεώς μας εις βάρος μάλιστα της ηθικής και της νοημοσύνης των κοριτσιών μας» και καλούσε τους δημοσιογράφους να διαλύσουν «τον μύθο του Παναγή που γεννήθηκε στη φαντασία κάποιου επιθεωρησιογράφου ως νούμερο φαιδρού απατεώνος».


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου