24 Δεκεμβρίου 2013

Τα κατοχικά Χριστούγεννα του 1941 μέσα από την προπαγάνδα των εφημερίδων της εποχής


Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα της Κατοχής, μέσα σε συνθήκες γενικής δυστυχίας και εξαθλίωσης, που επιτεινόταν με τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν εκείνο τον καταραμένο χειμώνα του 1941-'42, όταν εκατοντάδες χιλιάδες ήταν οι νεκροί από το ψύχος σ' ολόκληρη τη χώρα.

"Τα σημερινά Χριστούγεννα ευρίσκουν και την χώραν μας υπό συνθήκας δυσχερείς", διαπίστωνε η εφημερίδα ΠΡΩΙΑ στο κύριο άρθρο της ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1941 καλώντας τους πολίτες - αλήθεια, πόσους σε μια εποχή γενικής φτώχειας; - να δείξουν την πιο "θερμή ανθρώπινη αλληλεγγύη" τους: "Υπάρχουν εις την κοινωνίαν μας εκείνοι, που πλήσσονται βαρύτερα από τους άλλους από τας δοκιμασίας αυτάς, που τας αισθάνονται οδυνηρότερα. Είνε οι ενδεείς, οι οικογενειάρχαι που δεν ημπορούν να παρακαθίσουν με τα παιδιά των εις ένα τραπέζι με τα στοιχειωδώς αναγκαιούντα διά την συντήρησίν των, οι βιοπαλαισταί που δεν ημπορούν να αντιμετωπίσουν τας ανάγκας των, οι απομείναντες μόνοι, χωρίς και την ψυχικήν θαλπωρήν ενός οικογενειακού περιβάλλοντος, οι άστεγοι, τα παιδιά που πεινούν και ριγούν".
Καλές και όμορφες οι γενικές κι αόριστες διαπιστώσεις, που μόλις έθιγαν το οξύτατο πρόβλημα της φτώχειας και της δυστυχίας που έπληξε το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού, εκτός από εκείνους που κατάφεραν να έχουν καλές σχέσεις με το κατοχικό καθεστώς. Ωστόσο, η εφημερίδα απέφευγε να θίξει την αιτία του προβλήματος, δεν περιέγραφε την έκτασή του , δεν είχε κριτικό λόγο, αλλά απευθυνόταν στα χριστιανικά αισθήματα των πλουσίων, σαν να επρόκειτο για μια συνηθισμένη ευεργεσία λόγω των ημερών, όπως οποιαδήποτε άλλα, προπολεμικά Χριστούγεννα.
Μέσα σ' ένα κλίμα γενικευμένης δυστυχίας, παράταιρο έμοιαζε και το χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε στην ΠΡΩΙΑ τη μέρα των Χριστουγέννων και αναφερόταν στην "αισθητική των παιχνιδιών"! "Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είνε για τα παιδιά ό,τι ήταν η πρώτη Σεπτεμβρίου για τους νοικάρηδες του παλιού καιρού. Όπως την πρώτη Σεπτεμβρίου οι άσπιτοι νοικιάζανε ή αλλάζανε σπίτια, έτσι και στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά αγοράζουν ή ανανεώνουν τα παιχνίδια τους", έγραφε ο σπουδαίος ποιητής, που προφανώς δεν είχε περιθώριο να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του, ενώ στη συνέχεια σχολίαζε τα παιχνίδια που βρίσκονταν στις βιτρίνες των καταστημάτων:.
"Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε τις βιτρίνες των μεγάλων εμπορικών και τα υπαίθρια τραπεζάκια της οδού Αιόλου, για να σχηματίσετε μια γνώμη. Είνε όλα σχεδόν χωρίς δημιουργική πνοή. Γιατί δεν τα φκιάχνουν καλλιτέχνες, αλλά βιομήχανοι... Δυστυχώς, τα παιχνίδια τα φκιάχνουν οι μεγάλοι και μάλιστα για τους... μεγάλους. Ξεχνάνε οι κατασκευαστές τους πως υπήρξανε κάποτες παιδιά.... Των γονιών τα γούστα κοιτάζουνε να ικανοποιήσουν... Γιατί τα παιχνίδια τους δεν είνε παρά μια αυταπάτη - ό,τι είνε πραγματικά και η μεγάλη τέχνη...."
Το χρονογράφημα του Βάρναλη, που επιχειρούσε να ερμηνεύσει την παιδική ψυχολογία και να εξηγήσει γιατί πολλές φορές τα παιχνίδια δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες ενός παιδιού, θα είχε πολύ ενδιαφέρον για συζήτηση, αν είχε γραφτεί κάποια άλλη εποχή. Τα συγκεκριμένα όμως Χριστούγεννα της μεγάλης πείνας, όταν ελάχιστα παιδιά θα μπορούσαν ν' αποκτήσουν κάποιο από τα παιχνίδια των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων της εποχής, το συγκεκριμένο κείμενο έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, πάντως, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι σκοπός δεν ήταν τόσο ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας, αλλά η εκπομπή του μηνύματος ότι τελικά τα εντυπωσιακά παιχνίδια που υπήρχαν στις βιτρίνες και τα οποία πολλά παιδιά δεν μπορούσαν ν' αποκτήσουν, επί της ουσίας δεν είχαν καμία αξία για τα παιδιά.
Αντίθετα, πιο επίκαιρο έμοιαζε το χρονογράφημα-διήγημα της Λιλίκας Νάκου στην ΑΚΡΟΠΟΛΙ, σχετικά με την ιστορία ενός ορφανού παιδιού, που περιδιάβαινε τους δρόμους της Αθήνας παραμονή Χριστουγέννων, μέχρι που βρίσκει καταφύγιο για τις γιορτές στο σπίτι ενός άτεκνου ζευγαριού. Άλλωστε, γενικότερα οι εφημερίδες της εποχής, αλλά και το επίσημο καθεστώς εξέπεμπαν μηνύματα για την ανάγκη φροντίδας των φτωχών παιδιών και η Νάκου απλά προσέθετε τη φωνή της μέσω της πένας της.
Ακριβώς στη διπλανή στήλη, η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ δημοσίευε την τραγική ιστορία μιας γυναίκας, που είχε χάσει την ζωή της πριν από λίγες μέρες εξ αιτίας ενός μαγγαλιού που είχε ανάψει ο μνηστήρας της στο σπίτι του, για να ζεσταθούν. Δεν ήταν η μόνη που έχανε τόσο άδοξα την ζωή της εκείνο το χειμώνα, αλλά ήταν σπάνια η αφήγηση παρόμοιων περιστατικών από τις εφημερίδες, που δεν ενδιαφέρονταν τόσο να μεταδώσουν την είδηση όσο να εξιστορήσουν ένα ανθρώπινο δράμα με χαρακτηριστικά μυθιστορηματικής αφήγησης, χωρίς ίχνος κριτικής για τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού:
"Ήταν ένα παγερό απόγευμα, που κατά το σούρουπο ήρθε ακόμη παγερώτερο. Διά να ζεσταθούν άναψαν το μικρό μαγκαλάκι που είχε ο Γερακίτης, και συνομιλούντες, απεκοιμήθησαν. Τα τρυφερόλογα τους παρεπλάνησαν να μη αντιληφθούν ότι η ζεστασιά του μαγκαλιού τους ήταν μοιραία και ενήδρευε ο θάνατος. Κάποτε όμως εκείνος, ο Γερακίτης, ρωμαλεωτέρου ίσως σωματικού οργανισμού, εξύπνησε. Βαρύς ο ύπνος που είχε κάμει, βαρύς ο εφιάλτης που είδε στον ύπνο του, αλλά και στο ξυπνητό του.... Τότε η αλλοφροσύνη μετεβλήθη σε φόβο, στον πανικό των ευθυνών έναντι του νόμου και στην προστασία του εαυτού του. Την αγκάλιασε, την έβγαλεν έξω και προσπαθούσε να την κάμη να περπατήση, να ζήση, να ζήση! Ήταν όμως αργά, πάντοτε αργά..."

Στις 26 Δεκεμβρίου, η ΒΡΑΔΥΝΗ μετέφερε ειδυλλιακές χριστουγεννιάτικες εικόνες:
- "Με όλες τις δυσκολίες της σημερινής πολεμικής ζωής, τα παιδάκια με τις αγγελικές φωνούλες γύρισαν και φέτος τα σπίτια και τα μαγαζιά των χριστιανών για να φέρουν τους μελωδικούς χαιρετισμούς των μεγάλων ημερών.... Έτσι, με υπερτάτη ευχαρίστησι και βαθειά ευλάβεια ηκούσθη πάλι η ωραία ποίησις των καλλάνδων που ήθελαν, όλοι, να τ' ακούσουν έως το τέλος".
- "Σήμερον πρωί-πρωί ενεφανίσθη στα Χαυτεία προπολεμικός σαλεπιτζής και με προπολεμικό σαλέπι. Παρ' όλο δε ότι η τιμή του εμπορεύματός του ήτο σύγχρονος, σε πέντε λεπτά είχε ξεπουλήσει".
- "Ήδη ενεφανίσθησαν σε προθήκες σακκούλες για δώρα με το εξής περιεχόμενο: δύο κομμάτια μαντολάτο, δυο κομμάτια παστέλι, πενήντα φιστίκια, πενήντα αμύγδαλα, πενήντα καρύδια, πενήντα φουντούκια κλπ. Εξ άλλου σε ένα μεγάλο εδωδιμοπωλείο της οδού Αιόλου έκαμαν την εμφάνισί τους αιβασιλόπιτες... νοστιμώτατες από σουσαμάλευρο και αμγδαλόψυχα. Εις πολλά δε μεγάλα ζαχαροπλαστεία εσερβίροντο τα περίφημα μελομακάρουνα, σε τιμές βέβαια αστρονομικές".
Από την πρώτη σελίδα της εφημερίδας δεν έλειπε και η είδηση για το θράσος ενός πολίτη - "ευπρεπής την εμφάνισιν" - ο οποίος άρπαξε το ψωμί ενός μικρού παιδιού μέσα στο τραμ, ενώ στη συνέχεια το παιδί του άρπαξε το καπέλο για να τον τιμωρήσει και οι υπόλοιποι επιβάτες τον πέταξαν έξω από το όχημα. Αυτή ήταν η μοναδική δραματική είδηση που είχε να σχολιάσει η εφημερίδα. Κατά τ' άλλα, οι Αθηναίοι πήγαιναν στα ζαχαροπλαστεία για ν' απολαύσουν νόστιμα γλυκά σε "τσιμπημένες" τιμές!
Ίσως πάλι να έκαναν.. ουρές στον κινηματογράφο "Ρεξ" για να παρακολουθήσουν μια "Ελληνική στη μουσική και την υπόθεσι... στο πνεύμα και την ερμηνεία ΕΛΛΗΝΙΚΗ 100%" ταινία με τίτλο "Το τραγούδι του χωρισμού" και πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα, Ευγενία Δανίκα, Λήδα Μιράντα και Αλέκο Λειβαδίτη, όπως διαβάζουμε σε μια διαφημιστική καταχώρηση σε άλλο σημείο της ΒΡΑΔΥΝΗΣ.
  
Στις 27 Δεκεμβρίου, η ΠΡΩΙΑ επαινούσε διθυραμβικά τις "πράξεις γενναιοφροσύνης και επιείκειας εκ μέρους των ιταλικών αρχών της Ελλάδος", διότι την ημέρα των Χριστουγέννων η ιταλική διοίκηση "διένειμεν 10.000 μερίδων άρτου και τυρού εις τα πτωχά παιδάκια των Αθηνών", ενώ παράλληλα οργάνωσε "τακτικήν υπηρεσίαν διανομής σούπας εις τα πτωχά παιδιά των διαφόρων συνοικιών" για όλη την περίοδο των γιορτών από τις 24 Δεκεμβρίου μέχρι την Πρωτοχρονιά. Το γεγονός ότι ο πόλεμος, που είχε ξεκινήσει από την ιταλική υπεροψία δεκατέσσερις μήνες νωρίτερα, αλλά και η ιταλογερμανική κατοχή από το Μάιο του 1941 και μετά ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι για την κατάσταση εξαθλίωσης του πληθυσμού, αυτό παρέμενε ασχολίαστο.
Με περισσό θράσος, η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ έκανε λόγο για έκφραση "λαϊκής ευγνωμοσύνης" προς τους κατακτητές, δηλαδή προς τους υπεύθυνους όλης εκείνης της χαώδους κατάστασης: "Αι ενέργειαι αυταί των ιταλικών αρχών κατατείνουσαι εις την ανακούφισιν των λαϊκών τάξεων, αποζητούν την κοινήν ευγνωμοσύνην, ζωηραί εκδηλώσεις της οποίας εσημειώθησαν ήδη κατά τας προμνησθείσας διανομάς"!
Η δε ΒΡΑΔΥΝΗ υπερθεμάτιζε τις "νέες εκδηλώσεις μεγαλοψυχίας"(!) του κατακτητή δημοσιεύοντας σχετική φωτογραφία στην πρώτη της σελίδα:

Φυσικά, αγαπημένο θέμα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν στις 27 Δεκεμβρίου 1941 ήταν και το πώς είχε περάσει τις γιορτές ο κατοχικός πρωθυπουργός, Τσολάκογλου. Τι είχε κάνει; Επισκέφτηκε τα παιδικά κέντρα του δήμου Αθηναίων για να ευχηθεί "χρόνια πολλά" στα άπορα παιδάκια, παρακολούθησε τις παιδικές γιορτές, είπε "μπράβο" στο δήμαρχο, εκφώνησε κι ένα λόγο για τη σημασία που έχουν τα παιδιά, τα οποία είναι "η Ελλάς της αύριον" και γι' αυτό κράτος και κοινωνία πρέπει να φροντίζουν ώστε να περιφρουρήσουν και ν' αναπτύξουν "την σωματικήν και την ψυχικήν των υγεία".

Την τελευταία μέρα του χρόνου, οι εφημερίδες αναφέρονταν κυρίως σε στρατιωτικές επιτυχίες των δυνάμεων του Άξονα σε Σοβιετική Ένωση και Βόρειο Αφρική, όπως τις μετέδιδαν τα τηλεγραφήματα της επίσημης γερμανικής και ιταλικής προπαγάνδας από το Βερολίνο και τη Ρώμη, αλλά και τις ιαπωνικές απειλές για βομβαρδισμό του Σαν Φρανσίσκο.
Όσον αφορά το.. εορταστικό κλίμα της πρωτοχρονιάς, η ΒΡΑΔΥΝΗ περιέγραφε την εφευρετικότητα ενός φτωχού πολίτη, που ξεγελούσε την πείνα του βαφτίζοντας το λάδι.. κρέας:
"Πτωχός Έλλην, μη δυνάμενος κατ' άλλον τρόπον να ικανοποιήση τας γαστριμαργικάς του ορέξεις κατά τας ημέρας των εορτών, συνέταξε τον εξής κατάλογον φαγητών, τον οποίον παρουσίασεν εις την οικογένειάν του: Πέρδικες με λάδι και λεμόνι, γαλοπούλα της περιστάσεως με κάστανα, μπεκάτσες. Τα μέλη της οικογενείας, όταν εδιάβασαν τον κατάλογον, αλληλοεκυτάχθησαν και ένοιωσαν να τα περιλούη κρύος ιδρώς, νομίσαντα ότι ο γεννήτωρ.. ετρελλάθηκε.
-Τι είν' αυτά, πατέρα; ηρώτησαν με επιφύλαξιν.
-Οι πέρδικες, παιδιά μου, είνε οι εληές, η γαλοπούλα είνε το κουνουπίδι και οι μπεκάτσες τα κρεμμύδια. Δεν σας αρέσουν;".
Σε άλλο δε σημείο, η εφημερίδα αποτύπωνε την... ανακούφιση ορισμένων, επειδή λόγω της φτώχειας οι γυναίκες δεν ντύνονταν με την τελευταία λέξη της μόδας!:
"Όσοι δυσανασχετούσαν με την τυφλή αφοσίωσι των γυναικών μας στη μόδα, απολαμβάνουν τώρα την αναγκστική περιφρόνησι της και από τις πλέον πιστές της Αθηναίες. Οι πολύ μοντέρνες όμως κυρίες θέλουν να μην αφίσουν ούτε στιγμή χαρούμενους τους εχθρούς της μόδας και ισχυρίζονται ότι η περιφρόνησις της μόδας είναι εφέτος... της μόδας!".
Ωστόσο, ο συντάκτης της ΒΡΑΔΥΝΗΣ δεν παρέλειψε να σχολιάσει - έστω και σε δυο γραμμές - κι ένα πραγματικό πρόβλημα, που είχε αλλάξει την όψη της πόλης: "Η αθηναϊκή γειτονιά έχασε τη χαρά της, τις φωνές και τα παιγνίδια των πιτσιρίκων της. Η θλιβερή ηρεμία της δεν οφείλεται στο κρύο, όσο στο γεγονός ότι τα παιδάκια τις ώρες των παιγνιδιών τους ευρίσκονται στην ουρά για το συσσίτιο".
Όμως η μεγάλη αόρατη απειλή που προμήνυαν μια μαρτυρική πρωτοχρονιά κι έναν πιο μαρτυρικό χειμώνα ήταν οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. "Το ψύχος των τελευταίων ημερών ενετάθη κατά την προχθεσινήν νύκτα. Εις αυτό συνετέλεσε και η επικρατήσασα αιθρία", έγραφε η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ στις 31.12.1941. Στην Αθήνα "το θερμόμετρον προχθές την νύκτα εδείκνυε 3 βαθμούς υπό το μηδέν, τας δε πρωινάς ώρας ήτο 1 υπό το μηδέν, μόνον δε περί την μεσημβρίαν χθες εσημείωσεν άνοδον μερικών βαθμών. Η παγωνιά της νυκτός ήτο μοναδική, τουλάχιστον διά τον εφετεινόν χειμώνα... Χαρακτηριστικόν είνε, ότι εις πλείστα σπίτια τα νερά είχαν παγώσει και εις όσα σπίτια είχαν απλωθή εις  το ύπαιθρον από της ημέρας πλυμένα ρούχα, εστερεοποιήθησαν και έλαβον τα σχήματα που έχουν όταν φορούνται. Επίσης τα νερά των υδροσωλήνων επάγωσαν και αρκετά σπίτια έμειναν χωρίς νερό διά πολλάς ώρας".
Χειρότερη ήταν η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη και γενικά τη Μακεδονία, όπου "ενέσκηψε βαρύτατος χειμών και πίπτει άφθονος χιών από της μεσημβρίας της Κυριακής". Στην πόλη της Θεσσαλονίκης "το θερμόμετρον εδείκνυε 10 υπό το μηδέν", ενώ "εις την Κοζάνην και την Φλώριναν υπερέβη το μέτρον και το θερμόμετρον εσημείωσε 15 βαθμούς υπό το μηδέν"!
Και καθώς οι περισσότεροι πολίτες δεν είχαν τα χρήματα για ν' αγοράσουν θερμαντικά μέσα και να ξεγελάσουν την αίσθηση του κρύου, ο συνεργάτης της ΠΡΩΙΑΣ, Γ. Άννινος, συνιστούσε ανερυθρίαστα στους πολίτες να ζεσταθούν... μέσω του έρωτα! "Είνε το ευθηνότερον και προχειρότερον θερμαντικόν, αλλά και το αποτελεσματικώτερον. Ο έρως αψηφά και το μεγαλύτερο κρύο!", συμβούλευε. "Είδατε ποτέ ερωτευμένον να κρυώνη; Με χιόνι, με ξεροβόρι, με βροχή, τρέχει προς συνάντησιν της "Εκείνης", κόβει βόλτες κάτω από τα κλειστά και φωτόσβεστα παράθυρά της! .. Λοιπόν, ούτε σόμπα, ούτε παλτά, ούτε θερμαντικά ποτά, ούτε τίποτε! Ερωτευθήτε!.. Και να δήτε πώς θα χάσετε!" Αυτό θα πει ρεσιτάλ προπαγάνδας!

Τι συνέβαινε πραγματικά, αν όχι συγκεκριμένα τις ημέρες των Χριστουγέννων, γενικότερα εκείνο το μαρτυρικό χειμώνα του 1941-'42; Αντιγράφω από την ελληνική Wikipedia ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Σουηδού διπλωμάτη Πολ Μαν, που το χειμώνα του 1942 βρέθηκε στην Αθήνα:
"Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονται με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί"



Σχετικά θέματα:
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1883
Αναδρομή σε (πολύ) παλιότερα Χριστούγεννα, μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων της εποχής.
Παλιότερες Πρωτοχρονιές μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων της εποχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου