27 Φεβρουαρίου 2014

Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι έχουν ανακαλύψει το "τεστ του θανάτου", που μπορεί να προβλέψει αν θα πεθάνουμε μέσα στην επόμενη 5ετία!


Θα μπορούσε να είναι είτε η πιο περίεργη είτε η πιο επαναστατική έρευνα που έχει δημοσιοποιηθεί τα τελευταία χρόνια σε επιστημονικό περιοδικό. Ερευνητές του φινλανδικού Ινστιτούτου Μοριακής Ιατρικής υποστηρίζουν ότι μ' ένα συγκεκριμένο τεστ - το "τεστ του θανάτου" - θα μπορούμε να γνωρίζουμε αν υπάρχει κίνδυνος να πεθάνουμε από κάποια ιατρική αιτία μέσα στην επόμενη πενταετία - ακόμη κι αν δεν είμαστε άρρωστοι τη δεδομένη στιγμή! 

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τέσσερις βιοδείκτες του ανθρώπινου οργανισμού είναι σε θέση να καταδείξουν τη "γενική αδυναμία του κάθε ανθρώπου", δηλαδή τον κίνδυνο που διατρέχει ένας οργανισμός να πεθάνει από διάφορες αρρώστιες, όπως καρδιοπάθειες, καρκίνο κλπ. Αν αναρωτιέστε τι είναι ο βιοδείκτης, πρόκειται για ένα μόριο που βρίσκεται στο αίμα, στα υγρά του σώματος ή στους ιστούς και σηματοδοτεί μια μη φυσιολογική κατάσταση ή αρρώστια. Για παράδειγμα, τα επίπεδα χοληστερόλης, αν μετρηθούν, μπορούν να καταδείξουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας.  
Οι Φινλανδοί επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό εξετάζοντας δείγματα αίματος από 17.000 ανθρώπους σε σχέση με 100 βιοδείκτες, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησαν την πορεία της υγείας τους για τα επόμενα πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό, οι 684 έχασαν την ζωή τους από καρκίνο ή καρδιαγγειακό νόσημα. Όλοι τους είχαν παρόμοια επίπεδα τεσσάρων βιοδεικτών: λευκωματίνη, αλφα-1 όξινη γλυκοπρωτεϊνη, citrate και σωματίδια πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε βιοπρωτεΐνες. Μάλιστα, ο ένας στους πέντε με τα μεγαλύτερα επίπεδα βιοδείκτη πέθανε τον πρώτο κιόλας χρόνο από την ημέρα της ανάλυσης του αίματος. 
"Στο μέλλον αυτά τα μεγέθη θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αναγνωρίσουν τους ανθρώπους που φαίνονται υγιείς, αλλά στην πραγματικότητα έχουν σοβαρές, υποβόσκουσες ασθένειες" και παράλληλα να τους καθοδηγήσουν, ώστε ν" ακολουθήσουν την "ενδεδειγμένη θεραπεία", σημειώνει ο δρ. Johannes Kettunen. Να σημειωθεί ότι η έρευνα δημοσιεύθηκε στο PLOS Medicine.


Πηγή: National Post


Διαβάστε επίσης:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου