Το Διονύσιο Σολωμό τον γνωρίζουμε περισσότερο -αν όχι μόνο- ως ποιητή. Λίγα είναι γνωστά για το σπινθηροβόλο πνεύμα του, το λεπτό του χιούμορ, αλλά και τον ορθό του λόγο. Μέσα από τις επόμενες ιστορίες, προερχόμενες από αναμνήσεις φίλων και γνωστών του, όπως δημοσιεύτηκαν σε διάφορα αφιερώματα πολύ παλιών εφημερίδων, έχουμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα και ως άνθρωπο.
1) Κάποτε ο Σολωμός θέλησε να βοηθήσει το φίλο του, Ιωσήφ Κουαρτάνο, να διοριστεί έφορος της κερκυραϊκής βιβλιοθήκης. Πήγε, λοιπόν, στο παλάτι του αρμοστή, ο οποίος απουσίαζε κι έτσι απευθύνθηκε στον γενικό γραμματέα, sir Brown, ο οποίος του έδωσε ρητή υπόσχεση για το διορισμό του Κουαρτάνου. Έλα, όμως, που η μνηστή του sir Brown, μέλος της σεβαστής ζακυνθινής των Ρώμα, είχε ήδη υποσχεθεί τη θέση σε άλλον!
Την
επόμενη μέρα, ο γραμματέας βγήκε περίπατο με το άλογό του και κάποια στιγμή
συνάντησε τον Σολωμό. Κατεβαίνει τότε από το άλογο και του λέει στα ιταλικά:
«Κύριε κόμη, σας ζητώ συγγνώμη. Χθες η μνηστή μου είχε υποσχεθεί σε άλλον τη
θέση, την οποία λίγη ώρα αργότερα υποσχέθηκα σ’ εσάς. Συγγνώμη, κύριε κόμη!
Πρέπει να ευχαριστήσω τη μνηστή μου!». Ο Σολωμός τότε τον κοίταξε με τα
σπινθηροβόλα μάτια του και του απάντησε: «La sposa é una gran
parola, ma
la parola
data é una
gran sposa», δηλαδή «Η
μνηστή είναι ένας μεγάλος λόγος, αλλά ο λόγος που έχει δοθεί, είναι μία μεγάλη
μνηστή». Και έφυγε.
Τελικά
έφορος της κερκυραϊκής βιβλιοθήκης διορίστηκε ο Κουαρτάνος!
2) Κάποια
στιγμή είχε γίνει στην Κέρκυρα ένα φρικτό έγκλημα, όταν ένας πατέρας, κάποιος
Λουκάς, σκότωσε τα παιδιά του ρίχνοντάς τα σε καυτό νερό.
Έτυχε
λοιπόν ο Σολωμός να επισκεφτεί τον Άγγλο αρμοστή στο γραφείο του τη στιγμή που
μόλις ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί το έγκλημα από την αστυνομία. Βλέποντάς
τον ταραγμένο θέλησε να μάθε τι είχε συμβεί και ο αρμοστής του είπε κάπως γενικά:
«Φοβερό έγκλημα διαπράχθηκε στην Κέρκυρα και βέβαια μόνο Έλληνας μπορούσε να το
διαπράξει». Και αμέσως –πριν μάθει
λεπτομέρειες για το έγκλημα– ήρθε η πληρωμένη απάντηση του Σολωμού: «Si, Eccelenza,
Greco, é il
primo anche
nel delitto»,
δηλαδή «Ναι, εξοχότατε, ο Έλληνας είναι πρώτος ακόμη και στο έγκλημα».
3) Κάποτε
είχαν ξεσπάσει επεισόδια στην Κέρκυρα, όταν δύο Άγγλοι ιεραπόστολοι είχαν προσβάλει
τον άγιο Σπυρίδωνα μέσα στην εκκλησία του και μάλιστα τη μέρα που γιόρταζε.
Εκείνες
λοιπόν τις μέρες, που επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση στο νησί, έτυχε να βγει για
τον καθιερωμένο περίπατό του και ο Διονύσιος Σολωμός με το φίλο του, μαθηματικό
στο επάγγελμα, Κοντούρη στο χωριό Ποταμός. Το «λάθος» τους ήταν ότι φορούσαν μαύρα
ρούχα με άσπρο γιακά παραπέμποντας οπτικά σε προτεστάντες ιερείς! Έτσι όπως τους
είδαν οι χωρικοί, τους πέρασαν για ιεραπόστολους και τους ξυλοφόρτωσαν –για να
το μετανιώσουν βέβαια, όταν έμαθαν την πραγματική ταυτότητα των δύο ανδρών.
Ο
ποιητής έμεινε αρκετές μέρες κλινήρης, δεχόμενος τις επισκέψεις των φίλων του, στους
οποίους έλεγε: «Κύριοί μου, δεν με λύπησε το ξυλοκόπημα· λυπάμαι γιατί μ’ εξέλαβαν
ως ιεραπόστολο. Ο καλός μας ο δάσκαλος Κοντούρης θ’ αργήσει να δώσει μαθήματα,
γιατί αυτόν περισσότερο τον βάρυνε το ξυλοκόπημα παρά ότι τον εξέλαβαν ως ιεραπόστολο»!
4) Ο Σολωμός έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερία το Μάιο του 1823 φιλοξενούμενος στο σπίτι του φίλου του Λουδοβίκου Στράνη στην Ζάκυνθο, το οποίο βρισκόταν στη θέση Ψηλώματα, πάνω σ’ ένα λόφο, περίπου δέκα λεπτά μακριά από την πόλη. Σ’ αυτό το σπίτι έμεινε για δύο ή τρία καλοκαίρια αναζητώντας την ησυχία, με μοναδική συντροφιά τον υπηρέτη του.
Τον Αύγουστο του 1891, ο ζακυνθινός ποιητής Διονύσιος Ηλιακόπουλος θυμόταν και περιέγραφε στην εφημερίδα Το Άστυ μια χαρακτηριστική αφήγηση του υπηρέτη του Σολωμού για το πώς ο ποιητής βίωσε την πολιορκία του Μεσολογγίου:
«Όταν
οι Τούρκοι είχαν πολιορκημένο το Μεσολόγγι και μεις από του Σράνη ακούαμε τις
κανονιές, το καλό μου αφεντικό έκλαιε σαν παιδί και μοναχός του φώναζε από το
βουνό «Βάστα καημένο Μεσολόγγι, βάστα!». Μία άλλη μέρα είχα έτοιμο το φαγητό,
μα το καλό μου αφεντικό δεν ερχόταν. «Το φαΐ είναι έτοιμο, αφεντικό!» του είπα.
«Τι μου έχεις, Λάμπρο;». «Πιτσούνια και χίλια καλά, αφέντη μου» «Στο Μεσολόγγι
πεινούνε, μου αποκρίθηκε, κι εγώ θέλεις να φάω πιτσούνια; Δώσ’ τα της σέμπρας
κι εμέ δώσ’ μου ελιές και φωμί» - και έτρωγε ψωμί και ελιές το αφεντικό, μα την
άγια ψυχή του!».
5) Σε
επιστολή του προς τον Γεώργιο Τερτσέτη με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1842, ακριβώς
στην εικοστή πρώτη επέτειο από τον ξεσηκωμό του 21, ο Διονύσιος Σολωμός
παρατηρούσε εύστοχα για το μέλλον της Ελλάδας μ' ένα μήνυμα διαχρονικά επίκαιρο (επιβεβαιώνοντας έτσι τον τίτλο του «εθνικού ποιητή»):
«Είνε 21 χρόνια, που σαν σήμερον η Ελλάς έσπασε
τας αλύσσεις. Η ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού είνε ημέρα χαράς και δακρύων. Χαρά
διά το μέλλον, δάκρυα διά την παρελθούσαν δουλείαν. Τι να είπω διά το παρόν; Η
διαφθορά είνε τόσον γενική και έχει τόσας βαθείας ρίζας, ώστε προξενεί κατάπληξιν.
Όταν αι αιτίαι της παταχθούν εντελώς, είνε δυνατή μία εθνική αναγέννησις. Τότε το
μέλλον μας θα είνε μεγάλο, αν η δικαιοσύνη θριαμβεύση, αν τα γράμματα
καλλιεργηθούν όχι προας ματαίαν επίδειξιν, αλλά προς ωφέλειαν του λαού, ο οποίος
έχει ανάγκην από ανατροφήν και από μόρφωσιν, όχι σχολασστικήν. Τότε θα έχωμεν ή
μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας μίαν ηθικήν αναγέννησιν· τότε και το μέλλον θα είνε
μεγάλο».
________________________
Παρόμοια θέματα, που μπορεί να σας ενδιαφέρουν:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου