25 Οκτωβρίου 2012

Το εξωφρενικό πείραμα φυλακών του Στάντφορντ, στο οποίο βασίστηκαν δύο κινηματογραφικές ταινίες.


To 2001, η γερμανική ταινία "Das Experiment" ("Το πείραμα") του Oliver Hirschbiegel προκάλεσε αίσθηση στο κινηματογραφόφιλο κοινό, ενώ το 2010 γυρίστηκε κι ένα αμερικανικό ριμέικ - λιγότερο πετυχημένο. Και οι δύο ταινίες βασίζονταν στο βιβλίο "Black Box" του Γερμανού συγγραφέα Mario Giordano, το οποίο με τη σειρά του βασιζόταν σ' ένα αληθινό, αρκετά αμφιλεγόμενο πείραμα προσομοίωσης φυλακών που είχε διεξαχθεί τον Αύγουστο του 1971 στο Πανεπιστήμιο του Στάντφορντ. Η εξέλιξη στην πλοκή του βιβλίου, όπως και στα σενάρια των δύο κινηματογραφικών ταινιών, διέφεραν από την πραγματική ιστορία (δεν υπήρχαν π.χ. νεκροί στην πραγματικότητα), όμως μεταφέρουν την ουσία του ανθρώπινου εξευτελισμού που συντελέστηκε χάρη ενός ακραίου, απάνθρωπου πειράματος.
Στο πείραμα φυλακών του Πανεπιστημίου του Στάντφορντ είχαν δηλώσει συμμετοχή περισσότερα από 75 άτομα, εκ των οποίων επελέγησαν οι 24. Επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας ήταν ο δρ. Φίλιπ Ζιμπάρντο, ο οποίος σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου. Σκοπός του πειράματος ήταν να διαπιστωθούν οι επιδράσεις στην ψυχολογία των ατόμων, που θα αναλάμβαναν το ρόλο του δεσμοφύλακα και του φυλακισμένου. Ουσιαστικά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι επρόκειτο για ένα κακόγουστο παιχνίδι, με πιόνια τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτό έχοντας ως δόλωμα τα 15 δολάρια που θα κέρδιζαν για κάθε μέρα του πειράματος.
Δεν μπορεί να σταθεί το επιχείρημα ότι όλοι ήταν ενήλικες κι επομένως έφεραν την ευθύνη των πράξεων τους. Οι επιστήμονες που διοργάνωσαν το πείραμα γνώριζαν καλύτερα από τους συμμετέχοντες ποια ήταν τα πιθανά σενάρια εξέλιξης του πειράματος, γνώριζαν ότι αυτό θα είχε οπωσδήποτε επιδράσεις στις προσωπικότητες των ανθρώπων, απλά δεν γνώριζαν και ήθελαν να εξετάσουν - ή απλά να επιβεβαιώσουν - το εύρος αυτών των επιδράσεων. 
Όλοι όσοι συμμετείχαν ήταν κολεγιακοί φοιτητές (άνδρες) από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του πειράματος, που φυσικά δημιουργήθηκε πολλά χρόνια με την πραγματοποίηση του, όλοι όσοι είχαν επιλεγεί ήταν υγιείς, έξυπνοι και προέρχονταν από τη μεσαία τάξη. Επιπλέον, η ανάθεση των ρόλων σε "φύλακες" και σε "φυλακισμένους" έγινε με τη ρίψη ενός νομίσματος (κορώνα-γράμματα). Με αυτόν τον τρόπο, οι επιστήμονες πίστευαν ότι θα διασφαλιζόταν η αντικειμενικότητα και η επιτυχία του πειράματος, καθώς όλοι ξεκινούσαν από την ίδια αφετηρία.
Επελέγησαν 9 κρατούμενοι και 9 φύλακες, ενώ υπήρχαν έξι επιλαχόντες, από τρεις για τον κάθε ρόλο. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι οι 9 φύλακες είχαν χωριστεί σε τρεις βάρδιες και ότι είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στο σπίτι τους μετά το πέρας της βάρδιας τους. Το στήσιμο της φυλακής έγινε στο υπόγειο του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Στάντφορντ, αντικαθιστώντας απλά τις παλιές πόρτες με σιδερένιες, ενώ το κάθε δωμάτιο-κελί αριθμήθηκε. Με άλλα λόγια, δημιουργήθηκε ένα όσο το δυνατόν πιο πιστό αντίγραφο ενός σωφρονιστικού ιδρύματος της εποχής.
Μεταξύ των συμβούλων για την καλύτερη οργάνωση του περιλαμβανόταν κι ένας πρώην κρατούμενος, ο οποίος είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης 17 ετών και προσέφερε μια σειρά από "χρήσιμες" συμβουλές για τη ζωή στις φυλακές. Μια σημαντική διαφορά με τις πραγματικές φυλακές ήταν η απουσία ρολογιών και παραθύρων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση κρουσμάτων απώλειας της αίσθησης του χρόνου, με όλες τις ενέργειες που συνεπάγεται αυτό. Επίσης, είχαν τοποθετηθεί ειδικά συστήματα παρακολούθησης (κάμερες, μικρόφωνα) αλλά και μεγάφωνα για την προσφώνηση ανακοινώσεων. 
Όπως διαβάζουμε στην επίσημη σελίδα του πειράματος, οι "φυλακισμένοι" έφτασαν στο χώρο "με δεμένα τα μάτια και σε κατάσταση ήπιου σοκ εξ αιτίας της σύλληψης τους από τη δημοτική αστυνομία", ένα εφέ που είχαν σκεφτεί οι διοργανωτές, ώστε το πείραμα να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο αληθοφανές. Φτάνοντας, έγινε απαγγελία των "κατηγοριών", οι "κρατούμενοι" γδύθηκαν και ελέγχθηκαν από τους "φύλακες", όπως δηλαδή γίνεται σε μια πραγματική φυλακή.
Σκοπός ήταν να δημιουργηθούν συνθήκες εξευτελισμού των "κρατουμένων", ώστε να μελετηθεί η ψυχολογική τους αντίδραση, αλλά και να διασφαλιστεί ότι δεν κουβαλούσαν πάνω τους οτιδήποτε το επιλήψιμο. Ουσιαστικά,  η λέξη-κλειδί όλου του πειράματος κρύβεται στη λέξη "εξευτελισμός". Οι "κρατούμενοι" φόρεσαν μακριά φορέματα με αριθμούς στην πλάτη και μια βαριά αλυσίδα στα πόδια, την οποία θα έπρεπε να τη φοράνε συνέχεια, ενώ κάλυπταν τα μαλλιά τους με μια γυναικεία κάλτσα, ως εναλλακτικό του κουρέματος με την ψιλή που γινόταν σε αληθινούς φυλακισμένους.. 
Πολλά από αυτά δεν αντικατόπτριζαν την ζωή στις πραγματικές φυλακές, όμως η αιτιολογία ήταν ότι έπρεπε να αισθανθούν οι "κρατούμενοι" εξευτελισμένοι, αποδυναμωμένοι και να τους υπενθυμίζεται διαρκώς η καταθλιπτικότητα του περιβάλλοντος. "Ακόμη κι όταν οι κρατούμενοι κοιμόντουσαν, δε θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την ατμόσφαιρα της καταπίεσης. Όταν ένας κρατούμενος αναποδογύριζε στο ύπνο του, η αλυσίδα θα χτυπούσε το άλλο του πόδι ξυπνώντας τον και υπενθυμίζοντας του ότι βρίσκεται ακόμη στη φυλακή, ότι δεν μπορεί να ξεφύγει ακόμη και με τα όνειρα του" διαβάζουμε ως την επίσημη - πλην όμως αρκετά κυνική και ανατριχιαστική - ομολογία.
Οι συμμετέχοντες που κλήθηκαν να επιλέξουν το ρόλο των "φρουρών" δεν έλαβαν την παραμικρή εκπαίδευση, ωστόσο τους γνωστοποιήθηκε ότι θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε θεωρούσαν αναγκαίο - μέσα σε ορισμένα λογικά πλαίσια - προκειμένου να επιβάλουν την τάξη και να κερδίσουν τον σεβασμό των "κρατουμένων". Φορούσαν κανονικές στολές, ενώ διαφύλασσαν την ανωνυμία τους και κρατούσαν μια συναισθηματική απόσταση από τους "κρατούμενους" φορώντας διαρκώς γυαλιά ηλίου.
Στις 2.30 τα ξημερώματα οι "φύλακες" ξύπνησαν τους "κρατούμενους" για να τους πάρουν αναφορά, κάτι που γινόταν συχνά καθ'όλη τη διάρκεια του πειράματος. Σκοπός των συχνών αναφορών ήταν αφενός να εξοικειωθούν οι "φυλακισμένοι" με τους αριθμούς τους - κανείς δεν επιτρεπόταν να τους αποκαλεί με το πραγματικό τους όνομα - και αφετέρου να αποκτήσουν οι "φύλακες" τη δυνατότητα να επιβληθούν πάνω τους. Την πρώτη φορά, βέβαια, κανείς δεν μπήκε στο πετσί του ρόλου του, κάτι που θα άλλαζε όμως στη συνέχεια.
Γενικά, η πρώτη ημέρα είχε κυλήσει ομαλά Άλλωστε, ήταν νωρίς ακόμη. Τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται από το πρωινό της δεύτερης ημέρας. Τότε, σημειώθηκε μαζική εξέγερση. Οι "φυλακισμένοι" έβγαλαν από τα κεφάλια τους τις κάλτσες, αφαίρεσαν από τα ρούχα τους τις ταμπέλες με τους αριθμούς που είχαν δοθεί στον καθένα και οχυρώθηκαν στο εσωτερικό των κελιών βάζοντας τα κρεβάτια τους στις πόρτες. Παράλληλα, άρχισαν να βρίζουν τους "φύλακες", εξαγριώνοντας τους ακόμη περισσότερο.
Πώς αντέδρασαν εκείνοι; Καλώντας ενισχύσεις. Όλες οι βάρδιες ήταν παρούσες στην αντιμετώπιση της εξέγερσης, η οποία έγινε με δυναμικό τρόπο. Κατ' αρχήν, πήραν από έναν πυροσβεστήρα κι άρχισαν να ψεκάζουν προς το μέρος των κελιών κρατώντας τους "κρατούμενους" μακριά από τις πόρτες. Στη συνέχεια εισέβαλαν στα κελιά, έγδυσαν τους "φυλακισμένους"και έβγαλαν τα κρεβάτια τους έξω. Τιμώρησαν τους ηγέτες της εξέγερσης κλείνοντας τους στην απομόνωση, ενώ παρενοχλούσαν και εκφόβιζαν όσους παρέμειναν στα κελιά τους.
Επίσης, ακολούθησαν την τακτική του "διαίρει και βασίλευε". Προκειμένου να διασπάσουν τους "κρατούμενους", επέλεξαν τους τρεις που συμμετείχαν λιγότερο στην εξέγερση και άρχισαν να τους συμπεριφέρονται με προνομιακό τρόπο: τους επέστρεψαν τα ρούχα και τα κρεβάτια, τους επέτρεψαν να πλυθούν και να βουρτσίσουν τα δόντια τους, ενώ τους έδωσαν φαγητό, το οποίο έτρωγαν μπροστά στα μάτια των τιμωρημένων.
Ύστερα από 12 ώρες, οι "καλοί φυλακισμένοι" επέστρεψαν στα "κακά" κελιά τους, ενώ κάποιοι από τους "κακούς" μεταφέρθηκαν στο "καλό" κελί επιτείνοντας τη σύγχυση και την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά, οι "φύλακες" άρχισαν να νιώθουν μεγαλύτερη συμπάθεια και αλληλεγγύης μεταξύ τους, ενώ άρχισαν να βλέπουν τους κρατουμένους ως πηγές προβλήματος, που έπρεπε να παταχθούν με συνέπεια να γίνονται ολοένα πιο επιθετικοί.
Κάθε πτυχή της συμπεριφοράς των κρατουμένων βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των "δεσμοφυλάκων". Για παράδειγμα, υπήρχαν συγκεκριμένες που επιτρεπόταν σε κάποιον να πάει στην τουαλέτα και σίγουρα όχι μετά τις 10 το βράδυ. Για τη βραδινή τους ανάγκη, άφηναν στα κελιά από έναν κουβά, τον οποίο συχνά δεν άδειαζαν με αποτέλεσμα να είναι έντονη η δυσοσμία. Ωστόσο, η συνηθέστερη τιμωρία που επέβαλαν οι "φύλακες" στους "κρατούμενους" για να τους επαναφέρουν στην τάξη ήταν οι κάμψεις, ενίοτε πιέζοντας με το πόδι τους τις πλάτες των τιμωρηθέντων.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η παραδοχή των επιστημόνων που επέβλεπαν το πείραμα, ότι αρχικά θεωρούσαν αυτού τους είδους τις ποινές μάλλον αφελείς και εφηβικές, αλλά άλλαξαν γνώμη όταν έμαθαν ότι τα πους-απς ήταν μια από τις τιμωρίες των Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης! Πολύ ενδιαφέρον το επιχείρημα και η υπέρ του δέοντος σαδιστική η αντιμετώπιση των επιστημόνων, ενδεικτική της διάθεσης τους να παίξουν με ανθρώπινες ζωές, όπως άλλοι παίζουν με τα στραγάλια ή κάτι άψυχο.
Στην ιστοσελίδα του πειράματος φυλακής του Στάντφορντ αναφέρεται ότι ο επικεφαλής της εξέγερσης που εκδηλώθηκε το πρωί της δεύτερης ημέρας, ο κρατούμενος 5401, ήταν ένας ακτιβιστής που δήλωσε συμμετοχή στο πείραμα πιστεύοντας ότι επρόκειτο για μυστικό σχέδιο καταστολής των ριζοσπαστών φοιτητών του πανεπιστημίου και ότι μάλιστα ήταν συνεργάτης μιας περιθωριακής εφημερίδας για να εκθέσει το πείραμα. Αλήθεια; Ψέματα; Όποιο κι αν ήταν το κίνητρο του, οι "φύλακες" του πειράματος τον μεταχειρίστηκαν δεόντως εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ήταν καπνιστής και προσπαθούσαν να του επιβληθούν ελέγχοντας το κάπνισμα του.
Μέσα σε 36 ώρες από την έναρξη του πειράματος σημειώθηκε και η πρώτη αποχώρηση. Ο "κρατούμενος υπ' αριθμόν 8612" άρχισε να υποφέρει από οξεία συναισθηματική διαταραχή, αποδιοργάνωση της σκέψης, ανεξέλεγκτο κλάμα και οργή. Ωστόσο, αρχικά οι επιστήμονες που επέβλεπαν το πείραμα πίστευαν ότι απλά ο συγκεκριμένος εθελοντής ήθελε να τους ξεγελάσει. Προσπάθησαν, λοιπόν, να τον μεταπείσουν με επιχειρήματα τύπου "τι διαφορετικό νομίζεις ότι συμβαίνει σε μια κανονική φυλακή" και άλλα τέτοια αντιεπιστημονικά, μέχρι που πείστηκαν ότι δεν υποκρινόταν, όταν άρχισε να φωνάζει, να βρίζει και γενικά να βρίσκεται εκτός ελέγχου.
Η τρίτη ημέρα του πειράματος ήταν ημέρα υποδοχής γονέων και φίλων των "κρατουμένων". Είναι συγκλονιστική η ομολογία του ερευνητικού προσωπικού, ότι φρόντισαν να δημιουργήσουν μια ψεύτικη εικόνα πως όλα κυλούσαν ομαλά και ήρεμα στο πρόγραμμα, επειδή φοβόντουσαν ότι οι συγγενείς θα απαιτούσαν τον τερματισμό του πειράματος: "Χειραγωγήσαμε τόσο την κατάσταση όσο και τους επισκέπτες καθιστώντας το περιβάλλον της φυλακής να φαίνεται ευχάριστο και ήπιο" είναι η απροκάλυπτη ομολογία τους.
Για τον ίδιο λόγο ήταν αρκετά αυστηροί και οι κανόνες για την επικοινωνία με τα αγαπημένα τους πρόσωπα: μισή ώρα αναμονής, δέκα λεπτά συνομιλίας και φυσικά υπό την επιτήρηση κάποιου "φρουρού". Κάποιες μητέρες ταράχτηκαν βλέποντας σε κακή ψυχολογική κατάσταση τα παιδιά τους, όμως οι επιστήμονες προσπαθούσαν εμμέσως να αποπροσανατολίσουν την κατάσταση, ενώ οι πατεράδες γινόντουσαν ακούσια σύμμαχοι των ερευνητών πιστεύοντας ότι οι γιοι τους ήταν σκληρά καρύδια, ικανά να αντέξουν κάθε δυσκολία.
Εν τω μεταξύ, οι "κρατούμενοι" σχεδίαζαν ομαδική απόδραση αμέσως μετά τη λήξη του επισκεπτηρίου. Το σχέδιο υπέπεσε στην αντίληψη ενός εκ των "φρουρών", ο οποίος ενημέρωσε τους υπόλοιπους της βάρδιας, αλλά και τους επιστήμονες. Εφόσον υποτίθεται ότι το πείραμα ήταν ψυχολογικό και διερευνούσε τις επιπτώσεις στη συμπεριφορά των εθελοντών βάσει του ρόλου που τους είχε ανατεθεί, κανονικά θα έπρεπε οι ερευνητές να παραμείνουν αμέτοχοι και να άφηναν το πράγμα να εξελιχθεί. Ωστόσο, αγωνιώντας μάλλον για την τύχη του πειράματος και ενεργώντας περισσότερο ως διευθυντές φυλακών παρά ως επιστήμονες, κατέστρωσαν ολόκληρο σχέδιο για την αποτροπή της απόδρασης.
Στην πραγματικότητα, σχέδιο απόδρασης ουδέποτε υπήρξε, απλά κάτι είχε καταλάβει λάθος ο "φύλακας". Η απογοήτευση και η ενόχληση για τις αχρείαστες προετοιμασίες αποτροπής μιας απόδρασης που ουδέποτε επιχειρήθηκε, οδήγησαν τους "φύλακες" σε ακόμη πιο βίαιη συμπεριφορά. Ο εξευτελισμός και η κακομεταχείριση των "φυλακισμένων" εντάθηκαν αναθέτοντας τους ταπεινωτικές εργασίες, όπως να καθαρίσουν τις λεκάνες της τουαλέτας με τα γυμνά τους χέρια.
Την επόμενη ημέρα, οι επιστήμονες προσκάλεσαν έναν Καθολικό ιερέα, ο οποίος στην καθημερινότητα του επισκεπτόταν πραγματικούς φυλακισμένους και τους συμβούλευε. Σε αυτό το κλίμα, σαν να απευθυνόταν σε πραγματικούς φυλακισμένους, ήταν και οι ερωτήσεις που απηύθυνε στους εθελοντές του πειράματος του Πανεπιστημίου του Στάντφορντ, όπως "τι σκοπεύεις να κάνεις για να βγεις από τη φυλακή", αλλά και οι συμβουλές που τους έδινε ("ζήτα τη βοήθεια κάποιου δικηγόρου") κλπ. Επρόκειτο για απόλυτα σουρεαλιστικές σκηνές, αν αναλογιστεί κανείς ότι κανείς από τους "φυλακισμένους" του πειράματος δεν είχε καταδικαστεί για την οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη.
Ενώ, όμως, ο ιερέας πραγματοποιούσε τη σουρεαλιστική του επίσκεψη στις ψευδο-φυλακές του Στάντφορντ, ακόμη ένας "κρατούμενος", ο υπ' αριθμόν 819, εμφάνισε σοβαρές διαταραχές: δεν ήθελε να φάει, δεν ήθελε να μιλήσει στον ιερέα, ένιωθε άρρωστος και ήθελε κάποιον γιατρό. Σε κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει υστερικά. Του δόθηκε η άδεια να πάει σ' ένα διπλανό δωμάτιο, όπου θα του έδιναν τροφή και στη συνέχεια θα έβλεπε κάποιον γιατρό. Ωστόσο, οι υπόλοιποι εθελοντές είχαν αφομοιωθεί σε τέτοιο βαθμό από το ρόλο τους, ώστε του κόλλησαν την κατηγορία ότι "ο 819 είναι κακός κρατούμενος".
Εκείνος το αντιλήφθηκε και άρχισε να νιώθει άσχημα για τον εαυτό του, ακριβώς επειδή ένιωθε πως όντως δεν ήταν καλός κρατούμενος. Δεν ήθελε πλέον να φύγει ούτε να δει κάποιον γιατρό. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να αποδείξει ότι ήταν ένας καλός κρατούμενος - η παράνοια στον απόλυτο βαθμό! Ήταν τόσο ανατριχιαστικό αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή, ώστε ο επικεφαλής του πειράματος έβαλε τέλος σ' αυτήν την υπερβολή. "Άκου, δεν είσαι ο 819. Είσαι ο ... και εγώ είμαι ο δρ. Ζιμπάρντο. Είμαι ένας ψυχολόγος, όχι διευθυντής φυλακών και αυτή δεν είναι αληθινή φυλακή. Είναι απλά ένα πείραμα και αυτοί είναι φοιτητές, όχι φυλακισμένοι, όπως εσύ. Πάμε", είπε στον άνδρα πείθοντας τον τελικά.
Την επόμενη μέρα οι εναπομείναντες "κρατούμενοι" ζήτησαν ακρόαση από το υποτιθέμενο Συμβούλιο των φυλακών, το οποίο αποτελείτο από μεταπτυχιακούς φοιτητές και προσωπικό του Πανεπιστημίου. Ζήτησαν να αποδεσμευτούν από το πείραμα, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έχαναν τα χρήματα που είχαν κερδίσει για τις μέρες που ήδη είχαν συμμετάσχει. Το ενδιαφέρον ήταν ότι αναμένοντας την τελική απόφαση υπάκουαν στις όποιες διαταγές και εξακολουθούσαν να συμπεριφέρονται σαν να ήταν πραγματικοί κρατούμενοι φυλακών.
Το βράδυ της πέμπτης ημέρας, γονείς ορισμένων από τους "κρατούμενους" επικοινώνησαν με τον δρ. Ζιμπάρντο, που ήταν ο επικεφαλής του πειράματος, ζητώντας την παρέμβαση δικηγόρου. Τι είχε μεσολαβήσει; Ο ιερέας που είχε επισκεφθεί την φυλακή του πειράματος είχε παρασυρθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε επικοινώνησε με τους γονείς αυτούς συμβουλεύοντας τους να ζητήσουν τη βοήθεια κάποιου δικηγόρου για να βγάλουν τα παιδιά τους από εκεί μέσα. Αυτό κι έγινε το πρωί της επόμενης μέρας, όμως η τροπή που πήρε η όλη ιστορία ήταν ολοφάνερο ότι είχε ξεφύγει, κάτι που αντιλήφθηκαν και οι ίδιοι οι ερευνητές, που άρχισαν πλέον σοβαρά να σκέφτονται τη λήξη του πειράματος.
Μεταξύ εκείνων που είχαν επηρεαστεί από τις συνθήκες του πειράματος ήταν και οι "φρουροί", παρόλο που είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στο σπίτι τους, όταν τελείωνε η βάρδια τους. Είχαν διαμορφωθεί τρεις τύποι: οι σκληροί αλλά δίκαιοι, οι ήπιοι που έκαναν χάρες στους κρατουμένους και δεν τους τιμωρούσαν ποτέ και, τέλος, εκείνοι που τους ταπείνωναν και τους εξευτέλιζαν απολαμβάνοντας την άσκηση εξουσίας. Ο πιο σκληρός από τους "φρουρούς" απέκτησε το παρατσούκλι "Τζον Γουέιν", όπως το όνομα του ηθοποιού  που συμμετείχε σε πολλές ταινίες γουέστερν.
Αντίστοιχα, είχαν δημιουργηθεί διαφορετικές φυλές και μεταξύ των υποτιθέμενων "κρατουμένων": υπήρχαν εκείνοι που κατέρρευσαν συναισθηματικά, κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να υποδυθούν τα καλά παιδιά, ενώ ένας από αυτούς ήταν απόλυτα υπάκουος, σαν να ήταν στρατιώτης. Γενικότερα, πάντως, η διάσπαση στους κόλπους των "φυλακισμένων" ήταν προφανής, την ώρα που οι "φύλακες" είχαν κερδίσει τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης στην εικονική αυτή φυλακή που είχε στηθεί στο υπόγειο του Πανεπιστημίου του Στάντφορντ.
Τελικά, το πείραμα έληξε πολύ νωρίτερα απ' ότι αρχικά προβλεπόταν - έξι μέρες από την έναρξη του αντί για δύο εβδομάδες. Οι λόγοι ήταν αφενός η όξυνση των επιθέσεων των "φρουρών" στους "φυλακισμένους" που άγγιζε πλέον τα όρια του σαδισμού και αφετέρου η σφόδρα αρνητική αντίδραση μιας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου, όταν είδε τις συνθήκες που επικρατούσαν. "Είναι τρομερό αυτό που κάνετε σ' αυτά τα αγόρια" επέπληξε χαρακτηριστικά τους ερευνητές.
Το πείραμα, λοιπόν, τερματίστηκε με σειρά συνεντεύξεων με τους συμμετέχοντες για την εξαγωγή των επιστημονικών συμπερασμάτων, πώς αυτή η εμπειρία αλλοίωσε την ψυχολογία τους. Ένας από τους "φυλακισμένους" είχε αναφέρει: "Άρχισα να αισθάνομαι ότι έχασα την ταυτότητα μου... Για μένα ήταν σαν μια φυλακή. Είναι ακόμη φυλακή. Δεν το βλέπω σαν πείραμα ή εικονική πραγματικότητα... Άρχισα να αισθάνομαι ότι ο άνθρωπος που ήμουν... τελικά δεν υπήρχε. Ήμουν ο 416. Ήμουν στ' αλήθεια ο αριθμός μου".
Στην επίσημη ιστοσελίδα του πειράματος αναφέρεται ότι κανένας από τους συμμετέχοντες δεν παρουσίασε στη συνέχεια μακροχρόνια ψυχικά τραύματα. Πάντως, στο βιβλίο του με τίτλο "The Lucifer Effect: Understanding How Good People Turn Evil", που εκδόθηκε το 2007, o δρ. Ζιμπάρντο ένιωσε την ανάγκη ν' απολογηθεί για την εκτράχυνση του πειράματος: "Ήμουν ένοχος για την αμαρτία της παράλειψης - το κακό της αδράνειας - που δεν παρείχα επαρκή εποπτεία και επιτήρηση όταν χρειαζόταν... Τα ευρήματα (που εξήχθησαν) ήταν σε βάρος του ανθρώπινου πόνου. Λυπάμαι γι΄αυτό μέχρι και μέχρι σήμερα ζητώ. συγγνώμη για τη συμβολή μου σε αυτή την απανθρωπιά".

Περισσότερα στοιχεία για το πείραμα φυλακών του Πανεπιστημίου του Στάντφορντ, μπορείτε να διαβάσετε στην ιστοσελίδα: www.prisonexp.org/, όπου μπορείτε να δείτε παράλληλα και πλούσιο αρχειακό υλικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου