31 Μαρτίου 2013

Όταν η Αθήνα ήταν ένα τουρκοχώρι στην καρδιά της ελεύθερης Ελλάδας και οι Αθηναίοι δεν ήξεραν τι είναι το κάρο - Η απελευθέρωση της πόλης στις 31 Μαρτίου 1833


Μπορεί το ελληνικό κράτος να ιδρύθηκε τυπικά στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, ωστόσο η Αθήνα εξακολουθούσε να παραμένει υπό τουρκική κατοχή (ένα "τουρκοχώρι") για 3 ακόμη χρόνια, μέχρι τις 31 Μαρτίου 1833, οπότε παραδόθηκε η διοίκηση της στους Έλληνες.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Οι Τούρκοι κατείχαν το βράχο της Ακρόπολης και την Αθήνα μέχρι την έκταση του Σταυρού, όπου βρίσκονταν κατά κάποιον τρόπο τα σύνορα ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων. Έπρεπε να περάσουν έξι μήνες από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις τον Αύγουστο του 1830, ώστε να προσδιοριστεί η αποζημίωση των Τούρκων ιδιοκτητών σπιτιών και κτημάτων στην περιοχή.
Η αλήθεια είναι ότι η Υψηλή Πύλη προθυμοποιήθηκε να ξεκινήσει συζητήσεις, με την αποστολή του Χατζή Ισμαήλ μπέη ως διαπραγματευτή της οθωμανικής πλευράς, όχι όμως και το ελληνικό κράτος, που δεν είχε χρήματα για ν' αποζημιώσει τους Τούρκους. Έτσι, εκείνοι παρέτειναν την παραμονή τους στην Αθήνα μέχρι νεωτέρας. Μάλιστα, κάποια στιγμή το 1832 απειλήθηκε ακόμη και μάχη, όταν Τούρκοι στρατιώτες που προχώρησαν μέχρι το Χαλάνδρι συνεπλάκησαν με άνδρες του Βάσσου, που ήταν ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων. Μερικοί Έλληνες σκοτώθηκαν και ο Βάσσος ετοιμαζόταν να επιτεθεί κατά της Αθήνας, όμως παρενέβη ο Γάλλος αντιπρέσβης στο Ναύπλιο, Ρουάν, ο οποίος ηρέμησε τα πνεύματα. 
Έπρεπε να έρθουν οι Βαυαροί για να γίνουν προσπάθειες οριστικής απελευθέρωσης της Αθήνας από την τουρκική διοίκηση. Ένα περίπου μήνα μετά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, στις 10/22 Φεβρουαρίου 1833 δημοσιεύτηκε διάταγμα, με το οποίο ανατέθηκε στον επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Παιδείας Γραμματέα της Επικρατείας, Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, να προβεί στην κατάληψη της Αττικής και άλλων επαρχιών, που κατείχαν ακόμα οι Τούρκοι, ενώ έπρεπε να είχαν παραδοθεί στην Ελλάδα ήδη από την 31η Δεκεμβρίου 1832. 
"Απεφασίσαμεν, δυνάμει των χορηγηθέντων ημίν δικαιωμάτων διά των 4 και 5 άρθρων της εν Λονδίνω συνθήκης της 7ης Μαΐου 1832, να διατάξωμεν να κατασχεθώσιν όλαι αι ρηθείσαι επαρχίαι, ονομαστί, η της Αττικής, της Ευβοίας, του Ζητουνίου και εν γένει όλα τα λοιπά μεταξύ των κόλπων της Άρτης και του Βόλου κείμενα μέρη, τα οποία, διά της συνθήκης της Κων/πόλεως της 9/21 Ιουλίου 1832 και διά της κατά συνέπειαν γενομένης οροθεσίας, παρεχωρήθησαν ομού με όλας τας ανηκούσας εις αυτά ιδιοκτησίας, εις την παντοτεινήν και πλήρη κυραρχίαν του Βασιλείου της Ελλάδος, και ν' αναδεχθώμεν την διοίκησίν των". 
Πράγματι, προς εκτέλεση του παραπάνω διατάγματος, ο Ρίζος ήρθε σ' επαφή με τους Τούρκους κατοίκους της Αθήνας, οι οποίοι αποχώρησαν το Μάρτιο του 1833, ενώ στις 31 Μαρτίου έγινε η αναχώρηση και των τελευταίων Τούρκων στρατιωτών, που έμεναν στο κάστρο της Ακρόπολης. Ο πρώτος φρούραρχος των Αθηνών, ο Βαυαρός αξιωματικός Χριστόφορος Νέζερ, πρόγονος όλων των Νέζερ της χώρας μας, περιέγραψε στα απομνημονεύματα του:
"Κατά το μεσημέρι, φθάσαμε στο μέσο του Αττικού πεδίου. Σε μικρή απόσταση από τον ελαιώνα, υψωνόταν η Ακρόπολη και ολόγυρα της ήταν η πόλη. Όλα τα λίγα σπίτια ήταν χαμηλά και πολλά από αυτά δεν ήταν παρά καλύβες, φτιαγμένες κι αυτές από τα ερείπια. Ο Ευρωπαίος δεν θα μπορούσε να ονομάσει την τότε Αθήνα, που κυκλωνόταν από μικρό τείχος, πόλη. Στην είσοδο των Αθηνών, έξω από το τείχος και πάνω σε δυο λόφους από τη μια και την άλλη μεριά του δρόμου, ήταν πλήθος Αθηναίων και μάλιστα γυναίκες.
Τα κόκκινα φέσια και οι μακριές και γαλάζιες φούντες, τα πλούσια και λαμπρά ενδύματα, προ παντός δε οι ζωηρές κινήσεις εκείνων που είχαν σκαρφαλώσει στο λόφο, κοσμούσαν την εικόνα που αντικρίζαμε. Όλοι κρατούσαν κλωνάρια ελιάς και κάθε είδους λουλούδια, τα κουνούσαν και φώναζαν:
- Ζήτω ο βασιλεύς! Ζήτω οι Βαυαροί!
Τη στιγμή δε που πλησιάσαμε τους λόφους, μας έριξαν τα λουλούδια και τα κλωνάρια, τόσο που αναγκαζόμασταν να κλείσουμε τα μάτια, μη μας χτυπήσουν. Εκεί περάσαμε την πόρτα του κάστρου, ακολουθούμενοι από τους Αθηναίους που ζητωκραύγαζαν και αφού πήραμε κατεύθυνση προς τα δεξιά, φθάσαμε στο Θησείο. Εκεί ήταν ο αρχιερέας (δηλ. ο Επίσκοπος Ταλαντίου) και οι ιερείς. Ο πρώτος μας ευλόγησε και εκφώνησε σύντομο λόγο. Όλα αυτά ήταν νέα και περίεργα για μας. Τα ερείπια των ναών, οι κάτοικοι που μας ζητωκραύγαζαν με χαρά, τα ρομαντικά και ποικιλόχρωμα εθνικά ενδύματα.
Το πιο περίεργο όμως όλων δεν το είχαμε δει. Αυτό ήταν οι Τούρκοι. Η αποστολή μας αποσκοπούσε στην παραλαβή από αυτούς των Αθηνών και της Ακροπόλεως και γι' αυτό είχαμε όλοι τη μεγαλύτερη περιέργεια να δούμε τους άλλοτε μόνο εξ ακοής γνωστούς σε μας Τούρκους, που ερέθιζαν τη φαντασία μας. Αλλά η περιέργεια μας δεν είχε ακόμη ικανοποιηθεί, διότι ο Οσμάν Εφέντης, ο τελευταίος Τούρκος φρούραρχος των Αθηνών, είχε ήδη διατάξει την αναχώρηση των Τούρκων των Αθηνών και των άλλων ενόπλων και έμεινε αυτό μόνο στην Ακρόπολη με τους στρατιώτες του, για να την παραδώσει στον εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης. Γι' αυτό και μόνο κατ' αραιά διαστήματα, βλέπαμε κανένα σαρίκι ή κάποιον γενειοφόρο πάνω από τα τείχη της Ακροπόλεως, πράγμα το οποίο ακόμη περισσότερο ερέθιζε την φαντασία και την περιέργεια μας".


Ωστόσο, μέχρι να δοθεί η διαταγή κατάληψης της Ακρόπολης, πέρασαν αρκετές ημέρες, με τους Βαυαρούς να έχουν στρατοπεδεύσει στους πρόποδες του βράχου μέχρι το πρωί της 31ης Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, στις 9 η ώρα, όταν το βαυαρικό τάγμα υπό τον αντισυνταγματάρχη Χερμπστ σκαρφάλωσε στο μονοπάτι που οδηγούσε στην Ακρόπολη. Στην είσοδο τους προϋπάντησε η τουρκική φρουρά, περίπου 300 στρατιώτες, τα ρούχα των οποίων ήταν άθλια και τριμμένα, ενώ είχαν σκισμένα και σαραβαλιασμένα παπούτσια. Αντίθετα, πολύ καθαρά και γυαλιστερά ήταν τα όπλα τους, κάτι μεγάλα ισπανικά τουφέκια, πιστόλια, μαχαίρια και χαντζάρια.
Σιωπηλοί και σκυθρωποί, χωρίς να νοιάζονται για την τελετή που επρόκειτο να λάβει χώρα, οι Τούρκοι στρατιώτες παρήλασαν μπροστά από τους Βαυαρούς, οι οποίοι ανέβηκαν στο πάνω μέρος της Ακρόπολης, όπου τους περίμενε ο Οσμάν Εφέντης με δυο αξιωματικούς. Ο Τούρκος φρούραρχος παρέδωσε έγγραφο της τουρκικής κυβέρνησης στον Έλληνα επίτροπο, ο οποίος ανταπέδωσε επιδίδοντας ένα έγγραφο της ελληνικής κυβέρνησης. Η παράδοση της Ακρόπολης στο ελληνικό κράτος ολοκληρώθηκε και ο Νέζερ, ως υπολοχαγός του βαυαρικού βασιλικού επικουρικού στρατού έγινε "ο πρώτος χριστιανός φρούραρχος του κεκροπείου άστεως", όπως περιέγραψε στα απομνημονεύματα του.
"Όταν ο ήλιος έδυσε πέρα από τα βουνά της Πελοποννήσου", συνέχιζε ο Νέζερ, "και γεμάτο το φεγγάρι ανέτειλε πάνω από το Λυκαβηττό και σκόρπισε το μελιχρό του φως στην Αττική και στα εν μέσω αθλίων καλυβών υπερήφανα ερείπια, τότε έστησα κι εγώ το κρεβάτι μου κάτω από τις γιγάντιες κολώνες του Παρθενώνα. Ένα κομμάτι κολόνας ήταν το προσκέφαλο μου και μια ψάθα το στρώμα μου. Ονειρευόμενος μ' ανοιχτά μάτια, έβλεπα έκπληκτος τον άρχοντα Περικλή πάνω στην Ακρόπολη, το Σωκράτη και τους μαθητές του, τον Ευριπίδη, το Δημοσθένη και άλλους τόσους και τόσους άνδρες της ενδόξου Ελλάδας, που πλανιόντουσαν κάτω από τις κολόνες, έως ότου διέλυσαν την αχλή από τα μάτια μου οι στρατιώτες. Καθισμένοι στα κομματιασμένα μάρμαρα, ιστορούσαν χίλια πράγματα για την πατρίδα. Αλλά ήδη έκλειναν τα κουρασμένα βλέφαρα μου και οι κρωγμοί της κουκουβάγιας, που τάρασσαν ακόμη τ' αυτιά μου, με βεβαίωναν κι αυτοί ότι ήμουν ξαπλωμένος στην κλασική γη.
Η ψυχρή πρωινή αύρα με ξύπνησε πολύ νωρίς και πριν ο ήλιος σύρει το άρμα του πάνω από τον Υμηττό. Ανοίγοντας τα μάτια, είδα το μεγαλοπρεπή Παρθενώνα με τις ψηλές κολόνες της πρόσοψης και τις σωρούς των μεγάλων και μικρών κομματιών μαρμάρου που κάλυπταν όλη την Ακρόπολη και νόμισα αληθινό θαύμα το πώς μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον όλεθρο του χρόνου οι θαυμάσιες εκείνες κολόνες. Και την ημέρα αυτή, πολύ πρωί, ήρθε σε μένα, στην Ακρόπολη, ένας Χιώτης ναυτικός, που ονομαζόταν καπετάν Δημήτρης, και που το μικρό του τρεχαντήρι ήταν αγκυροβολημένο στον Πειραιά. Συνοδευόταν από το γιο του και έφερνε μια σημαία γαλάζια με λευκές ζώνες και στη μέση σταυρό μ' ένα κοντάρι".
Ο γιος του καπετάνιου, που μιλούσε θαυμάσια τα ιταλικά, ικέτεψε τον Νέζερ να υψώσουν στον Παρθενώνα τη σημαία της Ελλάδας. "Το' χει τάξει ο πατέρας μου", του είπε με μάτια βουρκωμένα. Μερικοί στρατιώτες βοήθησαν κι έτσι υψώθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία στον Παρθενώνα. "Δάκρυα χαράς έπεφταν από τα μάτια του γηραιού θαλασσινού την ώρα εκείνη", περιέγραφε ο Νέζερ, "εγώ δε μετά από λίγο διέτρεξα την Ακρόπολη και έβλεπα τα συσσωρευμένα φύρδην-μίγδην μάρμαρα. Σ' εκείνο τον κυκεώνα, ανάμεσα σε κιονόκρανα, κομματιασμένες στήλες, μικρά και μεγάλα μάρμαρα, ήταν και σφαίρες κανονιών, κομμάτια όλμων, ανθρώπινα κρανία και άλλα οστά", τα οποία περισυνέλεξαν οι στρατιώτες και τα έθαψαν σ' ένα υπόγειο νότια της Ακρόπολης.




ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1830 - 1832
Έτσι, στις 2 Απριλίου 1833, οι λιγοστοί Αθηναίοι έκαναν το πρώτο ελεύθερο Πάσχα. Πώς ήταν όμως η ζωή στην Αθήνα τα χρόνια που προηγήθηκαν, όταν η πόλη ήταν απλά ένα τουρκοχώρι στην καρδιά του ελεύθερου ελληνικού κράτους;
Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, οι παλιοί Έλληνες κάτοικοι της Αθήνας, που είχαν καταφύγει κυρίως στην Αίγινα και αλλού, επέστρεψαν στην πόλη, την οποία και βρήκαν σωρό ερειπίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 1833 στην Αθήνα υπήρχαν 300 μισοερειπωμένα σπίτια, έναντι χιλίων σπιτιών κατά την έναρξη της επανάστασης του 1821. Οι μόνοι δρόμοι που είχαν σωθεί ήταν του Κάτω Παζαριού στο Μοναστηράκι, ο δρόμος της Κρυσταλλιώτισσας (Αδριανού) και η πλατεία Ρούγα του Αλίκοκου (Κυδαθηναίων - Αγ. Σωτήρα). Όλοι οι υπόλοιποι ήταν γεμάτοι ερείπια και οι κάτοικοι της πόλης - Έλληνες και Τούρκου, που συμβίωναν - δημιουργούσαν αυτοσχέδια μονοπάτια πάνω στα γκρεμισμένα τείχη. 
Είναι ενδεικτική η περιγραφή του Γάλλου περιηγητή και ακαδαμαϊκού Μισώ, που βρέθηκε στην περιοχή το 1830:
"Αφού επισκεφθήκαμε τον πασά της Εύβοιας, τραβήξαμε, οδηγούμενοι από έναν Αλβανό, σ' ένα χώρο σκεπασμένο με ράκη και δεξιά και αριστερά του οποίου ήταν ξύλινα παραπήγματα με αξιώσεις μαγαζιών. Εκεί έφυγε ο Αλβανός και εμείς κατευθυνθήκαμε χωρίς οδηγό στις κολώνες του Γυμνασίου και του Πρυτανείου. Μόλις, όμως, κάναμε μερικές εκατοντάδες βήματα ανάμεσα στα ερείπια, βρεθήκαμε μπροστά σε δυο σημαντικές δυσχέρειες. Η πρώτη αφορούσε το αδύνατο του καθορισμού ενός σημείου για να προσανατολιζόμαστε σε μια πόλη κατεστραμμένη εκ θεμελίων. Οι τοπογραφικοί μας χάρτες δε τίποτε δεν χρησίμευαν. Το άροτρο είχε περάσει πάνω από το μέρος, στο οποίο ο χάρτης σημείωνε την ύπαρξη κάποιου ναού. Η άλλη δυσχέρεια μας ήταν σχετική με την τροφή μας. Έπρεπε, δηλαδή, να βρούμε κάπου να γευματίσουμε, γιατί όλη αυτή την μέρα δεν είχαμε τίποτε άλλο βάλει στο στόμα μας εκτός από τον καφέ και τα σερμπέτια που μας προσέφερε ο πασάς της Εύβοιας. Στη δύσκολη αυτή θέση, η Θεία Πρόνοια μας έστειλε έναν Έλληνα, που μας λυπήθηκε και  μας πρότεινε να μας οδηγήσει στον δισδάρη, δηλαδή στο διοικητή των Αθηνών, τον οποίο γνώριζε πολύ καλά, ώστε να ζητήσουμε να μας φιλοξενήσει".

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η περιγραφή του Γάλλου στρατιωτικού Λακούρ, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα το Νοέμβριο του 1832 και ήθελε ν' ανέβει στην Ακρόπολη:
"Για ν' ανεβούμε, όμως, ως εκεί, πρέπει να ζητήσουμε ταπεινοφρόνως την άδεια από τον ένδοξο μπέη που διοικεί τα μέρη αυτά και ν' ακολουθήσουμε μηχανικά έναν από τους οδηγούς του. Τη μέρα που ορίσαμε για επίσκεψη, το μικρό μας καραβάνι (δηλ. Γάλλοι αξιωματικοί)  με μεγάλη στολή, εκτός της δεσποινίδας Δ. (η επίσκεψη με την ωραία δεσποινίδα Δ. μαζί θ' αποτελούσε ασέβεια, ένα ωραίο γυναικείο κεφάλι και χωρίς φερετζέ μπροστά στους Τούρκους!), κατευθύνθηκε ως πομπή στον μπέη".
Ο μπέης ή δισδάρης, κατοικούσε στον πύργο που βρισκόταν στην είσοδο της Ακρόπολης, τον γουλά, όπου μαρτύρησαν πολλοί κάτοικοι. Ο Λακούρ περιέγραφε:
"Το μικρό μαύρο παλάτι που κατέχει, περιλαμβάνει ειρκτή, θάλαμο φρουράς, κοτέτσι, άφθονο βόρβορο και κοπριά. Ο μπέης ήταν καθισμένος σταυροπόδι σ' ένα ντιβάνι, σκεπασμένο μ' ένα περσικό χαλί και είχε δίπλα του το γιο του ένοπλο και ένα λαγωνικό στα πόδια, ντυμένο κι αυτό μ' ένα κεντημένο ρούχο, από το οποίο ξέφευγαν κατά τον πιο αστείο τρόπο τα ολόρθα αυτιά του ζώου και η μακριά ουρά του. Οι είκοσι κακοποιοί που τον περιτριγύριζαν, οπλισμένοι και ακίνητοι, περιμένοντας ένα βλέμμα ή μια λέξη από τη μεγαλειότητα του, άνοιξαν σε ημικύκλιο, όπου προχωρήσαμε.
Ο Σεϋκτάρ μπέης δεν μιλά γαλλικά, μιλά πολύ άσχημα τα ιταλικά, πολύ καλά όμως τα ελληνικά. Μας πρόσφερε στην αρχή και κατά το έθιμο καφέ, γλυκά και τσιμπούκι... Η υψηλότης του, μάλιστα, από ιδιαίτερη όλως εύνοια μου πρόσφερε το δικό του τσιμπούκι, και έτσι άρχισε η συνομιλία".
Μετά τη συνομιλία, ο Σεϋκτάρ μπέης έδωσε την άδεια στους Γάλλους στρατιωτικούς να επισκεφτούν την Ακρόπολη, απ' όπου προέβαλε ο ακανόνιστος όγκος των σπιτιών των Τούρκων κατοίκων του κάστρου, όπως κι ένα τούρκικο τζαμί μέσα στον Παρθενώνα - και όλα αυτά, μην ξεχνάμε, όταν είχε ήδη ιδρυθεί το ελληνικό κράτος, αλλά η μελλοντική πρωτεύουσα του ήταν "ξένο έδαφος". Και μπορεί οι Γάλλοι να επισκέφθηκαν κατόπιν άδειας την Ακρόπολη, το δικαίωμα αυτό όμως δεν το είχαν οι Έλληνες κάτοικοι της Αθήνας, καθώς σπανίως η τουρκική διοίκηση τους έδινε τη σχετική άδεια.


Τον Ιούλιο του 1832, επέστρεψε από το Ναύπλιο στην Αθήνα ο συγγραφέας - και αργότερα πολιτικός - Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, από τις περιγραφές του οποίου μπορούμε να σχηματίσουμε μια ικανή εικόνα για την απόλυτη εξαθλίωση που επικρατούσε τότε στην πόλη.
"Κατοίκησα στο παλιό σπίτι κοντά στη βρύση του Βοριά, που με μικρό νοίκι διατηρούσε ο πατέρας μου και όταν ακόμη έμενε στο Ναύπλιο. Το ονομάζω δε σπίτι, διότι δεν υπήρχε κανένα άλλο σ' όλη την έκταση των Αθηνών, που να του άξιζε περισσότερο το όνομα αυτό. Κυριολεκτικά όμως έπρεπε να το ονομάσω ερείπιο, γιατί όποτε καθόμουν στο κρεβάτι μου, που ήταν το μόνο μου κάθισμα στο μόνο δωμάτιο της κατοικίας μου, και ασχολιόμουν, όπως έκανα πάντοτε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, με το διάβασμα και το γράψιμο, στο άλλο άκρο του δωματίου, από τις μεγάλες τρύπες του σανιδώματος που με χώριζε από το ισόγειο, έβλεπε να προβάλλουν έναν, δυο, τρεις, πέντε και περισσότερους ποντικούς, μεγάλους σαν γάτες, να έρχονται ο ένας πίσω από τον άλλο, να περικυκλώνουν τη λεκάνη μου, που έμενε στο έδαφος, και ν' αρχίζουν την ευωχία. Έπαιρνα τότε το παπούτσι μου και αφού σκόπευα καλά, το εκσφενδόνιζα στα κεφάλια τους. Έφευγαν τότε αυτοί, όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Σε λίγο όμως πάλι, βλέποντας ότι ο κεραυνός έμενε αδρανής κάτω και δεν ήταν τόσο επικίνδυνος, όσο τους είχε φανεί από το θόρυβο, τα αυθάδη ζώα ξαναγύριζαν θρασύτερα μέχρις ότου ξαναρχίζω την κεραυνοβόληση. Στο τέλος, όμως, αντιλαμβανόμουν ότι θα έπρεπε να περνώ όλη μου την ημέρα σ' αυτήν την ατελείωτη μάχη, προτιμούσα να συνθηκολογήσω και άφησα τους επιδρομείς να κατέχουν ακώλυτα τη λεκάνη, για να μ' αφήνουν κι αυτοί να γράφω και να διαβάζω".

Άλλη ενδιαφέρουσα περιγραφή της Αθήνας έχουμε και από τον Άγγλο συγγραφέα - και μετέπειτα επίσκοπο - Γουόρτνσγουρθ, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη την ίδια περίοδο (το 1832), όπως καταγράφεται στο βιβλίο του "Αθήναι και Αττική".
"Η Αθήνα είναι τώρα σωρός ερειπίων, οι δρόμοι έρημοι σχεδόν, τα σπίτια χωρίς στέγες και οι εκκλησίες τοίχοι γυμνοί και επισσωρεύματα λίθων, πλίνθων και ασβέστη. Μόνο μια εκκλησία λειτουργείται και λίγα ξύλινα σπίτια, δυο-τρία στερεότερα οικοδομήματα και οι δυο σειρές των ξύλινων παραπηγμάτων που αποτελούν την αγορά, είναι τα μόνα χρησιμοποιήσιμα κτίρια, για τα οποία μπορεί να περηφανεύεται η Αθήνα. Τόσο αργά αναλαμβάνουν από τον τελευταίο πόλεμο. Μένουμε σ' ένα μικρό σπίτι κοντά στο Θησείο, εκεί ακριβώς που εκτεινόταν ο αρχαίος Κεραμεικός. Άλλοτε ήταν η καρδιά της Αθήνας. Τώρα είναι το ακρότατο όριο. Ελάχιστα κτίρια υπάρχουν ολόγυρα. Σε μικρή απόσταση νοτίως, ένας χωρικός οργώνει το χωράφι του και δεν ξέρει ότι το αλέτρι του ανασκαλεύει το χώμα της αρχαίας Αγοράς. Το παζάρι, ή η Αγορά των σημερινών Αθηνών, είναι ένας μακρύς δρόμος, ο μόνος που έχει τώρα κάποια σπουδαιότητα. Δεν είναι στρωμένος και στο μέσο είναι χαραγμένο ένα αυλάκι, στο οποίο το χειμερινό αυτό καιρό, τα νερά κυλούν σαν χείμαρρος. Τα κτίρια είναι όλα σχεδόν ξύλινα και μπαλωμένα με λάσπη και ασβέστη και σαν ρίξετε τα βλέμματα σας σ' όλον το δρόμο, έχετε μια ιδέα των εμπορευμάτων που μπορεί να προσφέρει η αθηναϊκή αγορά/ Βαρέλια μαύρου χαβιαριού, καθρεφτάκια της τσέπης με κόκκινους γύρους, κρεμμύδια, δέματα καστανού καπνού, μαύρες ελιές, σύκα περασμένα σε σπάρτα, ρύζι, πίπες με κεχριμπαρένια επιστόμια, πήλινα αγγεία, πλούσια υφάσματα και αργυροκόλλητα πιστόλια, μαχαίρια, σελάχια και κεντημένα γιλέκα, αυτά είναι τα πράγματα που αντικρίζει το ταχύ βλέμμα του θεατή.
Στην Αθήνα δεν υπάρχουν βιβλία, λάμπες, παράθυρα, εφημερίδες, ταχυδρομείο. Τα γράμματα πο έφθασαν πριν λίγες ημέρες από το Ναύπλιο και των οποίων οι παραλήπτες αναζητήθηκαν φωναχτά στους δρόμους και δεν βρέθηκαν, ρίχθηκαν στη φωτιά. Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση των Αθηνών που είναι ακόμα στα χέρα των Τούρκων.
Ο μουεζίνης ανεβαίνει ακόμα στο παράπηγμα του παζαριού και καλεί τους πιστούς σε προσευχή. Λίγοι ακόμη Τούρκου κοιμούνται στις θολωτές διόδους της Ακρόπολης ή αναπαύονται στηρίζοντας τα νώτα στα σκουριασμένα κανόνια, που είναι στημένα στις επάλξεις των τειχών. Ο Αθηναίος χωρικός σέρνει ακόμη το μουλάρι του φορτωμένο θυμάρια και ξύλα, κατεβαίνει τον Υμηττό και περνά από την ανατολική πόρτα της πόλης και τα δίνει ως φόρο στο μουσουλμάνο εισπράκτορα, που κάθεται σ' αυτήν την πύλη, και πριν λίγες ημέρες το κανόνι της Ακρόπολης έριχνε τις βολές του, για ν' αναγγείλει το τέλος του τουρκικού ραμαζανιού, του τελευταίου που γιόρταζαν οι Τούρκοι στην Αθήνα. Αλλά τόσες μεταβολές θα σημειωθούν ίσως σε λίγα χρόνια, που η περιγραφή αυτή να μοιάζει με κεφάλαιο παρμένο από τη μυθική ιστορία των Αθηνών".

Για να φανταστείτε πόσο άθλια ήταν η ζωή στην Αθήνα εκείνη την εποχή, αρκεί να σημειωθεί ότι το πρώτο δίτροχο κάρο έκανε την εμφάνιση του στην πόλη το χειμώνα του 1833 και το έφερε ο ναύαρχος σερ Πουλτένεϊ Μάλκολμ, που ήταν αρχηγός του αγγλικού στόλου της Μάλτας. Γεμάτοι περιέργεια, εκατοντάδες κάτοικοι των Πατησίων έτρεξαν να τα δουν από κοντά και να τα θαυμάσουν. Με τα κάρα αυτά μετέφερε τα οικοδομικά υλικά για την ανέγερση της έπαυλης του, στο σημείο ακριβώς όπου ο Κιουταχής είχε στήσει τη δική του σκηνή κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. Είναι το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Άσυλο Ανιάτων, ενώ η οικοδόμηση του λέγεται ότι στοίχισε 3.000 λίρες και ο Άγγλος ναύαρχος ήθελε να ενθαρρύνει και τους άλλους κατοίκους να αρχίσουν και εκείνοι να χτίζουν καινούργια σπίτια.
Όχι ότι ήταν καλύτερη η εικόνα του Πειραιά. Τον Αύγουστο του 1832 υπήρχαν μόλις δώδεκα ξύλινα σπίτια, στα οποία κατοικούσαν υπάλληλοι του τουρκικού τελωνείου και Έλληνες αγωγιάτες, ενώ τα μόνα μέσα μεταφοράς ήταν ένας γάιδαρος, ένα μουλάρι, ένα άλογο, αλλά και μερικές... καμήλες για τα βαρύτερα φορτία. (Να σημειωθεί ότι τα πρώτα κάρα με τέσσερις τροχούς έκαναν την εμφάνιση τους σε Αθήνα και Πειραιά μόλις το 1834).


Το αφιέρωμα στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου σε πληροφορίες και φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν σε αντίστοιχο αφιέρωμα για "Τα Εκατόχρονα της Αθήνας" στην εφημερίδα "Πατρίς" (25 - 29 Μαρτίου 1933) με την υπογραφή του Χρήστου Εμ. Αγγελομάτη


Σχετικά θέματα:

3 σχόλια:

  1. Η Αθήνα δεν ήταν ποτέ χωριό. Έδωσε αυτή την εντύπωση, λόγω τής ερήμωσης κατά τον πόλεμο. Υπολογίζεται ότι είχε κάπου 10.000 κατοίκους στα τέλη του 18ου αιώνα. Διαβάστε το "Αι Αθήναι από του 19ου στον 20ο αιώνα" τού Μπίρη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δηλαδή μου λέτε πως ό,τι έγραψα το κατέβασα από το κεφάλι μου; Κι εγώ σε πηγές έχω ανατρέξει -στον Χρήστο Αγγελομάτη συγκεκριμένα.
      Το γεγονός είναι ότι το 1833, όταν επελέγη να γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η Αθήνα δεν ήταν η πόλη των 10.000 κατοίκων ούτε είχε ιδιαίτερες υποδομές - δεν είχε καν αμαξιτούς δρόμους! Προφανώς και ο πληθυσμός έφυγε λόγω του πολέμου (κάτι που δεν συνέβη βέβαια σε όλες τις περιοχές στην ίδια έκταση), όμως ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι ο πληθυσμός θα ξαναγυρνούσε στην Αθήνα ύστερα από τόσα χρόνια και δεν θα επέλεγε π.χ. το Ναύπλιο που ήταν η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους;

      Διαγραφή
    2. Υπεροχο το αφιερωμα. ευχαριστουμε!

      Διαγραφή