18 Δεκεμβρίου 2011

ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ: ΟΙ ΡΟΖΕΝΜΠΕΡΓΚ (Η ΔΙΚΗ - ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ)


Η δίκη του ζεύγους Rosenberg και του Sorbell ξεκίνησε στις 6 Μαρτίου 1951. Τελικά, αποφασίστηκε ο Greenglass να κατέθετε απλά ως μάρτυρας και στη συνέχεια να του επιβαλλόταν μια ποινή, λαμβανομένης όμως υπ' όψη της συνεργασίας του με τις Αρχές. Στη διάρκεια της δίκης εμφανίστηκαν αρκετοί μάρτυρες που κατέθεσαν ότι ο Julius Rosenberg  προσπάθησε να τους στρατολογήσει σε κατασκοπευτικό δίκτυο, χωρίς όμως να διευκρινίζουν αν αφορούσε συγκεκριμένα την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Οι κατηγορίες κατά της Ethel Rosenberg στηρίχτηκαν αποκλειστικά στην μαρτυρία του αδερφού της David και της συζύγου του Ruth, η οποία αν και ομολόγησε στο δικαστήριο ότι ήταν σε γνώση των κατασκοπευτικών δραστηριοτήτων του συζύγου της, και ότι μάλιστα τον συμβούλευε σχετικά, ωστόσο δε δικάστηκε. Ειδικότερα, η Ruth κατέθεσε ότι η Ethel όχι απλά τελούσε σε γνώση των παράνομων δραστηριοτήτων των συζύγων τους, αλλά τους βοηθούσε και πρακτικά δακτυλογραφώντας τις σημειώσεις του David προκειμένου να προωθηθούν στη συνέχεια στα άλλα πρόσωπα του κατασκοπευτικού κύκλου με τελικό αποδέκτη τους Σοβιετικούς.
Μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη δεν εμφανίστηκαν. Έτσι, ο Julius και η Ethel Rosenberg ήταν οι μόνοι υπερασπιστές του εαυτού τους. Αρνήθηκαν ότι γνώριζαν τον Harry Gold, τον Yakovlen και την Elisabeth Bentley, ενώ τις κατηγορίες των Greenglass τις απέδωσαν σε οικογενειακές διαφορές που ανέκυψαν ύστερα από εμπορική συνεργασία που είχαν ο Julius και ο David λίγα χρόνια πριν. Επίμονες ήταν οι ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσον αφορά τη συμμετοχή τους στο κομουνιστικό κόμμα, τις οποίες όμως σταθερά αρνήθηκαν να απαντήσουν με το επιχείρημα ότι η απάντηση που θα δώσουν μπορεί να τους «καταστήσει ένοχους». Όταν ωστόσο ο συνήγορος ρώτησε τον Julius αν επιθυμούσε την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος στις ΗΠΑ, εκείνος απάντησε ότι «είναι δικαίωμα της κάθε χώρας να επιλέξει τι είδους κυβέρνηση επιθυμεί».
Η ετυμηγορία των δώδεκα ενόρκων ανακοινώθηκε στη συνεδρίαση της 29ης Μαρτίου 1951, οπότε ο Julius και η  Ethel Rosenberg κρίθηκαν ένοχοι, όπως κατηγορούνταν και οι ποινές ανακοινώθηκαν από τον ομοσπονδιακό δικαστή Irving R. Kaufman στις 5 Απριλίου. Ο Martin Sobell καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριάντα ετών, ενώ στον Julius και την Ethel επιβλήθηκε η θανατική ποινή ως  οι «πρωταγωνιστές αυτής της διαβολικής συνομωσίας για να καταστρέψουν ένα θεοφοβούμενο έθνος» και το έγκλημά τους «χειρότερο από φόνο», ενώ η απόφαση συνέδεε την πράξη για την οποία καταδικάστηκαν με την «κομμουνιστική επιθετικότητα στην Κορέα» και τα πενήντα χιλιάδες θύματα του εκεί πολέμου που «πληρώνουν το τίμημα της εθνικής σας προδοσίας».  Σύμφωνα με τη μαρτυρία των φρουρών τους, στο άκουσμα της ποινής η Ethel Rosenberg τραγούδησε το τραγούδι «One fine day» από την όπερα «Madame Butterfly» και ο Julius τραγούδησε το «The Battle Hymn of the Republic».
Η δίκη των Rosenberg προκάλεσε ένα κίνημα συμπαράστασης αρχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, που στη συνέχεια πέρασε πιο ορμητικό και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού με κεντρικό σύνθημα το «Save the Rosenbergs» (Σώστε τους Rosenberg). Το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την υπόθεση ξεκίνησε σχετικά αργά, μετά το τέλος της δίκης και ενώ εκκρεμούσε η εκτέλεση της θανατικής ποινής που είχε επιβληθεί. Με προσωπική του επιστολή προς τον πρόεδρο Eisenhower στις 12 Ιουνίου 1953, ο βραβευθείς με Νόμπελ Χημείας το 1934, φυσικός-χημικός Dr. Harold C. Urey αμφισβητούσε την αξιοπιστία του βασικού μάρτυρα κατηγορίας, του Greenglass, ως άτομο «πλήρως ανίκανο να μεταβιβάσει τη φυσική, τη χημεία και τα μαθηματικά της ατομικής βόμβας στον οποιονδήποτε». Ζητούσε την απονομή χάριτος στο ζευγάρι, πρόταση η οποία απορρίφθηκε από τον αμερικανό πρόεδρο. Ακόμα και ο Πάπας Πίος XII τον Δεκέμβριο του 1952 ζήτησε απονομή χάριτος για το ζεύγος.
Μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε στη Γαλλία. Η υπόθεση άρχισε να απασχολεί συστηματικά τις γαλλικές εφημερίδες και την κοινή γνώμη σταδιακά από τον Οκτώβριο του 1952 και παραλληλιζόταν συχνά με την υπόθεση Dreyfus που είχε συγκλονίσει τη χώρα τον 19ο αιώνα. Στις διαδηλώσεις που γινόντουσαν υπήρχαν τεράστιες φωτογραφίες της Ethel και των παιδιών, ενώ διαβάζονταν αποσπάσματα από τα γράμματα που έγραφε η Ethel μέσα στη φυλακή. Αντίθετα, στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης η υπόθεση δεν έλαβε διαστάσεις. Χαρακτηριστικά, η πρώτη αναφορά στην υπόθεση έγινε στις 16 Ιουνίου 1953 από το πρακτορείο Tass με ένα λιτό τηλεγράφημα χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις. Την ίδια ώρα ωστόσο, που η Ethel Rosenberg είχε μεταβληθεί στη Γαλλία σε μια εμβληματική φυσιογνωμία, στις ΗΠΑ η αντιμετώπισή της ήταν πολύ διαφορετική. Την αποκαλούσαν «κόκκινη αράχνη», «ένα σπιτικό κορίτσι» που ένιωθε την ανάγκη «να επιβάλλεται σε έναν άντρα».
Επίσης, η όποια κριτική εστιαζόταν ιδιαίτερα στο χαρακτηριστικό της εβραϊκής καταγωγής τους. Μάλιστα σαν επιχείρημα ρατσιστικής αντιμετώπισής τους προβαλλόταν ότι ανάμεσα στους δώδεκα ενόρκους δεν υπήρχε ούτε ένας Εβραίος τη στιγμή που στη Νέα Υόρκη «ο εβραϊκός πληθυσμός πλησιάζει το ένα τρίτο του συνολικού». Η ανάδειξη δε της εβραϊκής καταγωγής των Rosenberg αποτέλεσε για τους κομμουνιστές και ένα αντιστάθμισμα της κατηγορίας που διατυπωνόταν από τις δυτικές χώρες για αντισημιτισμό στους κόλπους των κομουνιστικών κρατών με αφορμή τη δίκη του Slansky στην Πράγα τον Νοέμβριο του 1952.
Στις 19 Ιουνίου 1953, λίγο μετά τις 8 το πρωί, o Julius και η Ethel Rosenberg εκτελέστηκαν σε ηλεκτρική καρέκλα στις φυλακές του Sing Sing της Νέας Υόρκης. Τα τελευταία τους λόγια ήταν «Πεθαίνουμε αθώοι».
Το 2001, σε ηλικία περίπου 80 ετών, ο David Greenglass έδωσε συνέντευξη στη εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού CBS, “60 Μinutes”. Στη συνέντευξη αυτή επέμεινε για τον ρόλο του Julius Rosenberg στην κατασκοπεία και ότι εκείνος τον στρατολόγησε, ενώ παραδέχεται ότι ήρθε σε συμφωνία με τις αρχές για να μη κατηγορηθεί η σύζυγός του. Το πιο ενδιαφέρον όμως στοιχείο ήταν η δήλωσή του σχετικά με την ανάμειξη της αδερφής του Ethel. Τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του Ruth ήταν οι μόνοι που κατέθεσαν κάποιο στοιχείο σε βάρος της λέγοντας ότι η αδερφή του δακτυλογραφούσε τις χειρόγραφες σημειώσεις του, κάτι που αναίρεσε στη συνέντευξή του αυτή δηλώνοντας ότι δε θυμάται να έκανε τη δακτυλογράφηση ή να ήταν παρούσα η Ethel. Όσον αφορά το γιατί είπε ψέματα, υποστήριξε ότι τον ανάγκασε να το κάνει ένας βοηθός της κατηγορούσας αρχής, ο Roy Cohn, ο οποίος αργότερα έγινε το δεξί χέρι του Joseph McCarthy και ότι τότε δεν καταλάβαινε τη σημασία της κατάθεσής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου