17 Ιανουαρίου 2012

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1946: Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΗΕ (ΜΕΡΟΣ ΙΙ)


Το 1946 ήταν η πρώτη χρονιά λειτουργίας του Συμβουλίου Ασφαλείας, σε μια δύσκολη εποχή, όπου ο κόσμος μόλις είχε βγει από έναν πολύχρονο και καταστροφικό πόλεμο τόσο σε ανθρώπινες απώλειες όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Παράλληλα όμως αναδεικνυόταν και το νέο ψυχροπολεμικό περιβάλλον που θα κυριαρχούσε στις διεθνείς σχέσεις τις επόμενες δεκαετίες. Η κρίση στο Ιράν, οι διαφορετικές στάσεις των κρατών απέναντι στο καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία, αλλά ακόμα περισσότερο η ελληνική κρίση με τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο που μάστιζε τη χώρα, κατέδειξαν πόσο δύσκολη ήταν η αποστολή αυτού του οργάνου, που καλείτο να διασφαλίσει επί της ουσίας τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια από τη μια παρεμβαίνοντας και δίνοντας λύσεις σε διεθνείς κρίσεις που μπορούσαν να τη διαταράξουν και από την άλλη διαφυλάσσοντας τις ισορροπίες στο εσωτερικό πλέον του Συμβουλίου Ασφαλείας προκειμένου να μην τιναχτεί το όλο εγχείρημα στον αέρα και επανέλθουν οι πρόσφατες, οδυνηρές μνήμες από την ανεπάρκεια της Κοινωνίας των Εθνών.

Οι σκεπτικιστές έκαναν λόγο για τον «πραγματικό ΟΗΕ», που διέπεται από «το ένστικτο της επιβίωσης στον κόσμο, όπως αυτός είναι διαμορφωμένος» έναντι ενός πιο ουτοπικού «Πλατωνικού ΟΗΕ» με αξιοθαύμαστες επιδιώξεις, ωστόσο θεμελιωμένου σε αυταπάτες (Stephen Ryan, The United Nations and International Politics, Palgrave Macmillan, 2000 και Conor Cruise O'Brien, Feliks Topolski, The United Nations: Sacred Drama, Simon and Schuster, 1968).
Ο συνολικός αριθμός των κρατών-μελών του Συμβουλίου ήταν έντεκα, πέντε μόνιμα και έξι μη μόνιμα. Ο αριθμός των τελευταίων αυξήθηκε σε δέκα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης στις 17 Δεκεμβρίου 1963, που τέθηκε σε ισχύ στις 31 Αυγούστου 1965 κι έτσι το Συμβούλιο Ασφαλείας παρουσιάζει έκτοτε δεκαπενταμελή σύνθεση. Τα πέντε μόνιμα κράτη-μέλη ήταν οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Κίνα, που την εκπροσωπούσε το καθεστώς του Τσανγκ-Άι-Σεγκ, δηλαδή η σημερινή Ταϊβάν, μέχρι και τον Οκτώβριο του 1971. Τότε, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης αναγνωρίστηκε ότι η αυθεντική εκπροσώπηση της χώρας γινόταν μόνο από την κυβέρνηση του Πεκίνο. Τα έξι μη μόνιμα μέλη που συμμετείχαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας το 1946 ήταν το βασίλειο της Αιγύπτου, η Αυστραλία, η Βραζιλία, το Μεξικό, η Ολλανδία και η Πολωνία.

Η πρώτη συνάντηση των αντιπροσώπων των πρώτων κρατών-μελών έγινε στο Λονδίνο στις 17 Ιανουαρίου 1946 υπό την προεδρία του Αυστραλού διπλωμάτη Norman Makin, όπου συμφωνήθηκε και υιοθετήθηκε το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως άλλωστε προβλεπόταν από το άρθρο 30 του Χάρτη. Σε αυτήν την πρώτη συνεδρίαση, ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Ernest Bevin τόνισε την αποφασιστικότητα της χώρας του για την οικοδόμηση της διεθνούς ειρήνης και τάξης «με το ίδιο κουράγιο και την αφοσίωση» που είχε επιδείξει η Βρετανία στους πρόσφατους πολέμους. Την ίδια στιγμή, το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών φαινόταν να επικεντρώνεται κυρίως στην τύχη των περιοχών που τελούσαν υπό καθεστώς κηδεμονίας, δεδομένων και των πολυάριθμων ιαπωνικών νησιών που κατέλαβαν οι ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού ωκεανού.



Η πρώτη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ελήφθη ομόφωνα και χωρίς ψηφοφορία, κατά τη δεύτερη συνεδρίαση των μελών του, στις 25 Ιανουαρίου 1946. Το αντικείμενο της ήταν η υλοποίηση της πρόβλεψης του άρθρου 47 του Χάρτη για τη θεσμοθέτηση μιας Επιτροπής Στρατιωτικού Επιτελείου, αποτελούμενης από τους αρχηγούς των στρατιωτικών επιτελείων των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου. Με την απόφασή του αυτή το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε τα μόνιμα μέλη του να δώσουν οδηγίες στους αρχηγούς των στρατιωτικών τους επιτελείων εν όψει μίας πρώτης συνάντησής τους στο Λονδίνο στις 1 Φεβρουαρίου 1946, οπότε και επρόκειτο να συσταθεί αυτή η Επιτροπή, προκειμένου να λάβει κάποιες πρώτες αποφάσεις για θέματα εσωτερικής λειτουργίας και διαδικασίας και στη συνέχεια να τα υποβάλλει στο Συμβούλιο Ασφαλείας προς έγκριση.
Βέβαια, η λειτουργία αυτής της Επιτροπής Στρατιωτικού Επιτελείου ήταν εξαρχής εντελώς τυπική, χωρίς κάποιο ειδικό βάρος μέχρι και σήμερα. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο ψυχροπολεμικό κλίμα που κυριάρχησε στον κόσμο και την παρεπόμενη αδυναμία συμφωνίας των πέντε κρατών-μελών σε βασικά θέματα, όπως: το μέγεθος τόσο της συνολικής στρατιωτικής δύναμης όσο και της αναλογικής συμμετοχής του κάθε κράτους σε αυτήν, την τοποθεσία στρατοπέδευσης της όποιας στρατιωτικής δύναμης συμφωνηθεί σε περίπτωση που αποφασίσει το Συμβούλιο Ασφαλείας τη λήψη στρατιωτικής δράσης, την έκταση των παραχωρήσεων προς αυτήν τη στρατιωτική δύναμη σε σχέση κυρίως με το δικαίωμα διέλευσης, αλλά και για το θέμα της οικονομικής ενίσχυσης αυτού του εκστρατευτικού σώματος. Η λήξη του ψυχρού πολέμου ωστόσο δεν ανέτρεψε αυτές τις αδυναμίες με αποτέλεσμα να εξακολουθεί η εν λόγω Επιτροπή να βρίσκεται στο περιθώριο. Όχι άδικα, η Επιτροπή Στρατιωτικού Επιτελείου χαρακτηρίστηκε ως ένα "στείρο μνημείο των ξεθωριασμένων ελπίδων των ιδρυτών του ΟΗΕ" (GROVE E., “U.N. Armed Forces and the Military Staff Committee: A Look Back” International Security, XVII, n° 4 (1993) σελ. 172).

Το Συμβούλιο Ασφαλείας κλήθηκε να διαχειριστεί μια σοβαρή, διεθνή κρίση από τις πρώτες κιόλας ημέρες λειτουργίας του. Επρόκειτο για την ένταση στις σχέσεις του Ιράν με τη Σοβιετική Ένωση με αφορμή την παρουσία σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων και την εκδήλωση αποσχιστικών τάσεων στα βόρεια της χώρας. Ουσιαστικά, η κρίση αυτή προανήγγειλε τον επερχόμενο Ψυχρό Πόλεμο. Ο χειρισμός της κρίσης από το Συμβούλιο Ασφαλείας ήταν ενδεικτικός της διστακτικότητας και της αδυναμίας του να λάβει και να επιβάλει συγκεκριμένες εφαρμόσιμες αποφάσεις, εν όψει του κινδύνου διασάλευσης της εύθραυστης διεθνούς ειρήνης. 

Η ιρανική κυβέρνηση απευθύνθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1946 στον προσωρινό Γενικό Γραμματέα, Gladwyn Jebb, ενημερώνοντας τον για την παραβίαση της Τριμερούς Συνθήκης που είχαν υπογράψει το Ιράν, η Σοβιετική Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιανουάριο του 1942, καθώς και της διακήρυξης των τριών δυνάμεων (ΗΠΑ, Σοβιετικής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου) τον Δεκέμβριο του 1943 στην Τεχεράνη. Το κείμενο της Συνθήκης προέβλεπε την απόσυρση των σοβιετικών και των βρετανικών στρατευμάτων από το έδαφος του Ιράν, τα οποία είχαν εισβάλλει συνδυασμένα στη χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου εξυπηρετώντας τις ανάγκες ανεφοδιασμού τους, μέσα σε έξι μήνες από το τέλος των εχθροπραξιών.
Δεδομένου ότι το κείμενο παράδοσης της Ιαπωνίας υπογράφηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, τα στρατεύματα κατοχής θα έπρεπε να αποχωρήσουν από το Ιράν μέχρι τις 2 Μαρτίου. Ωστόσο, εκκρεμούσε το ζήτημα της αποχώρησης των βρετανικών και των σοβιετικών στρατευμάτων, ενώ υπήρχε εμπλοκή στις σχέσεις του Ιράν με τη Σοβιετική Ένωση, την οποία κατηγορούσε για εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και υποστήριξη του αυτονομιστικού κινήματος στις βόρειες ιρανικές επαρχίες που γειτνίαζαν με το Αζερμπαϊτζάν.
Στις 30 Ιανουαρίου 1946, ύστερα από δύο συνεδριάσεις, στις οποίες οι δύο πλευρές (Σοβιετική Ένωση και Ιράν) κατέθεσαν ενώπιον των αντιπροσώπων των κρατών μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας τις θέσεις τους σχετικά με την κρίση τόσο προφορικά όσο και εγγράφως, το Συμβούλιο δεν ανέλαβε κάποια ενεργή πρωτοβουλία για την επίλυσης της διαφοράς, αλλά βασίστηκε στην έκφραση θέλησης των δύο πλευρών να επιλύσουν το ανακύψαν ζήτημα και τελικά περιορίστηκε να ζητήσει από τα δύο κράτη να το ενημερώσουν για τα αποτελέσματα των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι την ενημέρωση αυτή δικαιούται να τη ζητήσει και το ίδιο το Συμβούλιο, όποια στιγμή κρίνει σκόπιμο σύμφωνα με τον Χάρτη.
Στην παρέμβασή του ο Σοβιετικός αντιπρόσωπος Andrei Vishinsky είχε αρνηθεί κατηγορηματικά την υπαγωγή της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον έλεγχο του Συμβουλίου Ασφαλείας τασσόμενος υπέρ των απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, ενώ επιχείρησε να αποσυνδέσει τη νόμιμη (κατά την σοβιετική εκτίμηση) παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων στο ιρανικό έδαφος με το αυτονομιστικό κίνημα στην περιοχή του ιρανικού Αζερμπαϊτζάν, το οποίο και απέδωσε στη θέληση του λαού της περιοχής.
Τη λύση των απευθείας διαπραγματεύσεων προέκρινε τελικά και ο Ιρανός αντιπρόσωπος, ο οποίος ωστόσο εκτίμησε ότι το θέμα δε θα έπρεπε να εκφύγει και του ενδιαφέροντος του Συμβουλίου. Σημαντική στο σημείο αυτό ήταν και η παρέμβαση του βρετανού υπουργού εξωτερικών Bevin¸ ο οποίος χαρακτήρισε «πόλεμο νεύρων» την τακτική της Σοβιετικής Ένωσης στο ζήτημα και συμφώνησε με το αίτημα της ιρανικής πλευράς για ενασχόληση του Συμβουλίου Ασφαλείας με το θέμα. 
Χαρακτηριστικό της αμήχανης αντιμετώπισης του προβλήματος από το Συμβούλιο είναι ότι η απόφαση αναφέρεται γενικά στις δηλώσεις των δύο πλευρών, στα έγγραφα που κατέθεσαν και στην πρόθεσή τους να εξευρεθεί «μια λύση στο ζήτημα που διακυβεύεται στις διαπραγματεύσεις» χωρίς όμως να περιγράφεται καν ποιο ήταν αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ήταν η πρώτη κρίση που κλήθηκε να διαχειριστεί αυτό το νέο όργανο, με εμπλοκή μάλιστα ενός εκ των μονίμων μελών του, δικαιολογεί αυτήν την πρώτη αμηχανία κι επομένως θα ήταν λάθος να το κρίναμε με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Ωστόσο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη δυσκολία διαχείρισης διεθνών κρίσεων στο ψυχροπολεμικό περιβάλλον που είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται αποδυναμώνοντας καθοριστικά τον ρόλο του οργάνου τις επόμενες δεκαετίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου