4 Μαρτίου 2012

ΙΑΚΩΒΟΣ: ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΙΑ 12 ΗΜΕΡΕΣ! Η ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛOΝΙΣΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Τον Ιανουάριο του 1962, στο πολιτικό πεδίο κυριαρχούσε η αντιπαράθεση ανάμεσα στη κυβέρνηση της ΕΡΕ  και την αντιπολιτευόμενη Ένωση Κέντρου για τις εκλογές "βίας και νοθείας" που είχαν πραγματοποιηθεί στις 29 Οκτωβρίου 1961, ενώ αποκαλυπτικά στοιχεία έβλεπαν το φως της δημοσιότητας καθημερινά για την υπόθεση αυτή. Παράλληλα, την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε σοβαρότατη εκκλησιαστική κρίση με αφορμή την εκλογή του Μητροπολίτη Αττικής Ιακώβου στη θέση του νέου αρχιεπισκόπου, ο οποίος δεν μακροημέρευσε στο θρόνο υπό το καθεστώς πιέσεων κυρίως από πανίσχυρες, παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, αλλά άντεξε για δώδεκα ημέρες μόλις.

Σε ηλικία 72 ετών, ο μέχρι τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος Β', απεβίωσε από καρδιακή προσβολή τα ξημερώματα της 8ης Ιανουαρίου 1962, ενώ ο ίδιος βρισκόταν υπό στενή ιατρική παρακολούθηση από τον Σεπτέμβριο του 1961, όταν είχε υποστεί πρώτο καρδιακό επεισόδιο στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής. Κατείχε το αξίωμά του από τον Αύγουστο του 1957. Η σωρός τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η κηδεία του με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού πραγματοποιήθηκε στις 11 του μηνός.
Με παρακίνηση της επίσημης Πολιτείας, εσπευσμένα ορίστηκε η διαδικασία για την εκλογή του διαδόχου του, η οποία έγινε σχεδόν πάνω από το σκήνωμα του μεταστάντος, δύο μόλις ημέρες μετά την κηδεία του. Σύμφωνα με τα ισχύοντα την εποχή εκείνη, τα μέλη της Ιεραρχίας (61 στον αριθμό από σύνολο 66 μητροπόλεων, καθώς πέντε μητροπόλεις ήταν χηρεύουσες) θα συνέρχοντο εντός του μητροπολιτικού ναού υπό την παρουσία του υπουργού παιδείας (τότε ήταν ο Κασιμάτης της Ε.Ρ.Ε.) και θα εξέλεγαν κατ' αρχήν τρεις υποψηφίους.
Ακολούθως σε δεύτερη μυστική ψηφοφορία οι μητροπολίτες θα επέλεγαν έναν εκ των τριών, ενώ προβλέπετο και νέα ψηφοφορία, μέχρι να συγκέντρωνε κάποια υποψηφιότητα την απόλυτη πλειοψηφία. Από την πρώτη στιγμή, ως φαβορί προβάλλοντας από τις εφημερίδες τρεις μητροπολίτες: ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων, ο Μαντινείας Γερμανός, ο Καβάλας Χρυσόστομος και ο Αττικής Ιάκωβος.
Η απόφαση για την επίσπευση της διαδικασίας εκλογής του διαδόχου προκάλεσε αντιδράσεις από μερίδα μητροπολιτών αλλά και από εκπροσώπους παρεκκλησιαστικών οργανώσεων εξέφρασαν φόβους για προσπάθεια αλλοίωσης του αποτελέσματος και "υφαρπαγής του αρχιεπισκοπικού θρόνου υπό προσώπου ή προσώπων ευνοουμένων, αλλ' ακατάλληλων να αναλάβουν το πηδάλιο της εκκλησίας".
Τελικά, η ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε, όπως είχε προβλεφτεί εξ αρχής, στις 9 το πρωί της 13ης Ιανουαρίου με τη συμμετοχή 57 ιεραρχών, ενώ τρεις απουσίαζαν. Ύστερα από πεντέμιση ώρες, αλλά άνετα και από την πρώτη ψηφοφορία εξελέγη πανηγυρικά ο μέχρι τότε μητροπολίτης Αττικής Ιάκωβος, ηλικίας 67 ετών, παρότι τα "τελευταία προγνωστικά" έφεραν ως επικρατέστερους τον Μαντινείας και τον Καβάλας, οι οποίοι ήταν και οι γηραιότεροι των υποψηφίων.
Ο λόγος που καθυστέρησε η διαδικασία ήταν η ένσταση του μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως για αναβολή της εκλογής αρχιεπισκόπου, η οποία όμως απερρίφθη από τον παριστάμενο υπουργό, ενώ μεσολάβησε έντονο φραστικό επεισόδιο μεταξύ των δύο προσώπων. Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, ο Ιάκωβος συγκέντρωσε 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού.
Τα μέτρα ασφαλείας έξω από τον μητροπολιτικό ναό ήταν αυξημένα υπό τον φόβο επεισοδίων, ενώ πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί αναμένοντας τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας. Η αναγγελία του αποτελέσματος έγινε στις 2.30 το μεσημέρι, όταν ιερωμένος εξήλθε του ναού για να παραλάβει τα άμφια του νέου Αρχιεπισκόπου.
Λίγη ώρα αργότερα έκανε την εμφάνιση του ο νέος Αρχιεπίσκοπος, ενώ οι περισσότεροι φώναζαν "Άξιος, άξιος!" προς το πρόσωπό του, ωστόσο δημιουργήθηκε επεισόδιο, όταν μερίδα φοιτητών που βρισκόταν μέσα στο ναό, φώναξε "ανάξιος!" προκαλώντας αναστάτωση. Ένας 28χρονος φοιτητής της Θεολογίας συνελήφθη από τους αστυνομικούς προκαλώντας διαμαρτυρίες από μερίδα συγκεντρωμένων, οι οποίοι βρίσκονταν απέναντι από τη Μητρόπολη, αλλά αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.
Στις πρώτες του δηλώσεις, ο νέος Αρχιεπίσκοπος, κ. Ιάκωβος, δήλωσε: "Συντετριμμένος εκ του βάρους, το οποίο Θεία επινεύση μοι ενεπιστεύθη σήμερον η σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ικετεύω τον Κύριον, όπως εν τη αμέτρω ευσπλαχνία Αυτού, καταστήση με άξιον ίνα εν ειρήνη και ομονοία διακονήσω την Αγίαν ημών πίστιν, ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών".
Ωστόσο, η ειρήνη και η ομόνοια που επικαλέστηκε ο Ιάκωβος εξαφανίστηκαν από την πρώτη κιόλας ημέρα. Ένας αρχιμανδρίτης, ο Δαμασκηνός Γεωργακόπουλος, προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίου Δημητρίου στους Αμπελοκήπους, κατέθεσε την ίδια κιόλας ημέρα μήνυση κατά του Ιακώβου με τη γενική κατηγορία της τέλεσης "ακατανομάστων πράξεων" και ενώ ο Ιάκωβος ήταν ήδη μητροπολίτης επί σειρά ετών, καθώς ήταν εκλεγμένος στη Μητρόπολη Αττικής από το 1936 - ο πρώτος επίσκοπος της συγκεκριμένης μητροπόλεως ιστορικά.
Ως μάρτυρες των κατηγοριών, επιφυλασσόμενος για διευκρινίσεις ενώπιον των εισαγγελικών αρχών, ο αρχιμανδρίτης επικαλέστηκε δημοσιογράφους σε έντυπα που εκδίδονταν από παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, ένα στρατηγό και έναν ναύαρχο. Παράλληλα, κατά του προσώπου του Ιακώβου ασκήθηκε και δεύτερη μήνυση από στρατηγό που βρισκόταν εν αποστρατεία. Παράλληλα, μερίδα του τύπου αλλά και εκπρόσωποι θρησκευτικών οργανώσεων (όπως για παράδειγμα η οργάνωση "Ζωή") αποδοκίμαζαν την εκλογή Ιακώβου ζητώντας του να παραιτηθεί.
Οι εξελίξεις προκάλεσαν αμηχανία στους κυβερνητικούς κύκλους, με τον υπουργό παιδείας να αναφέρεται σε "κρίση συνειδήσεως του χριστεπώνυμου πληρώματος" και να καθυστερεί την υπογραφή του διατάγματος για τον διορισμό του νέου Αρχιεπισκόπου επί 48ωρο. Η Ιερά Σύνοδος διατάχθηκε να ερευνήσει αμέσως τις κατηγορίες εναντίον του Ιακώβου και να καταλήξει σε πόρισμα εντός 8 ημερών, ενώ αμέσως κατατέθηκε νομοσχέδιο για την αλλαγή του τρόπου εκλογής στον αρχιεπισκοπικό θρόνο προβλέποντας και τη συμμετοχή λαϊκών.
Στις 16 Ιανουαρίου, ο Ιάκωβος αναφέρθηκε με δηλώσεις του στο σάλο που είχε προκληθεί από την εκλογή του μιλώντας σε εκπροσώπους κληρικών: "Από πού να παραιτηθώ; Διορισμό υπαλλήλου έλαβον; Εκλήθην από την Εκκλησία να λάβω τον Σταυρόν και να την υπηρετήσω. Μόνον ο Θεός ημπορεί να με πάρει. Εφόσον ζω θα εργασθώ δια την Εκκλησίαν και τον λαόν" δήλωσε ο νεοεκλεγείς αρχιεπίσκοπος υπογραμμίζοντας ότι βρισκόταν ήδη πολλά χρόνια στο εκκλησιαστικό προσκήνιο, ενώ αναρωτήθηκε γιατί δεν προέβη κανείς στις συγκεκριμένες καταγγελίες πριν από την εκλογή του.
Ο αρχιμανδρίτης που προκάλεσε την κρίση με τη μήνυση που κατέθεσε προς το πρόσωπο του νέου αρχιεπισκόπου, δήλωσε με συνέντευξή του σε απογευματινή εφημερίδα ότι η πράξη του αυτή υπαγορεύθηκε μόνο από τη συνείδησή του στα πλαίσια μιας προσπάθειας εξυγίανσης στον εκκλησιαστικό χώρο, ενώ έκανε λόγο για "αδιάσειστα στοιχεία" που θα κατέθετε στην Ιερά Σύνοδο, ενώ ανακοίνωση υπέρ του Αρχιεπισκόπου εξέδωσε το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιερού Συνδέσμου. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση Καραμανλή έψαχνε τρόπο να λύσει το θέμα, ενώ οι περισσότερες εφημερίδες που τη στήριζαν ζητούσαν μετ' επιτάσεως την παραίτηση Ιακώβου. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις δύο ήταν οι υπουργοί της κυβέρνησης που απέστειλαν συγχαρητήριο τηλεγράφημα προς το νέο αρχιεπίσκοπο για την εκλογή του.
Η διενέργεια της ανάκρισης ανατέθηκε από τους Ιεράρχες προς τον Μητροπολίτη Ξάνθης, κ. Αντώνιο, ο οποίος όμως κατέθεσε την εντολή λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν διαμαρτυριών ότι ανήκε στο στενό κύκλο του Ιακώβου, ότι υποστήριξε την εκλογή του κι επομένως δε θα ήταν αντικειμενικός στο έργο του. Παράλληλα, ο Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος απέστειλε επιστολή ζητώντας την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου μόλις πέντε ημέρες μετά την εκλογή του, διευρύνοντας το μέτωπο εναντίον του και μεταξύ των επίσημων εκκλησιαστικών παραγόντων, ενώ το θέμα απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, και το ελληνικό κοινοβούλιο - το οποίο εκείνη την περίοδο συζητούσε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Καραμανλή. 
Στις 18 Ιανουαρίου έγινε η επίσημη ενθρόνιση του Ιακώβου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (η τελετή της "διαβεβαιώσεως") κάτω από αυστηρά αστυνομικά μέτρα και σε στενό κύκλο με μικρή παρουσία πολιτών, ενώ αίσθηση προκάλεσε η απουσία αριθμού μητροπολιτών αλλά και του υπουργού παιδείας. Η απουσία του τελευταίου ερμηνεύθηκε ότι εντασσόταν στα πλαίσια παρασκηνιακών κυβερνητικών προσπαθειών να εξαναγκάσουν τον Ιάκωβο σε παραίτηση, ενώ οι εφημερίδες που υποστήριζαν το κυβερνόν κόμμα της ΕΡΕ, προωθούσαν ως διάδοχο τον αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα των ανακτόρων και καθηγητή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ο οποίος άλλωστε εξελέγη αργότερα στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επί χούντας. Κατά τη μετακίνησή του στο κτίριο της αρχιεπισκοπής πάντως, ο νέος αρχιεπίσκοπος δέχτηκε μεμονωμένες αποδοκιμασίες, ενώ στο διάγγελμα του δεν έκανε μνεία στην κρίση που σοβούσε στους κόλπους της ελληνικής εκκλησίας και είχε ως επίκεντρο της τον ίδιο.
Εν τω μεταξύ η κρίση διογκωνόταν μέρα με την ημέρα, ενώ στην αντεπίθεση πέρασαν οι υποστηρικτές του Ιακώβου μεμφόμενοι τον αρχιμανδρίτη, Δαμασκηνό Γεωργακόπουλο, ο οποίος προκάλεσε την κρίση με τη μήνυση που κατέθεσε, με αναφορές στο ύποπτο παρελθόν του συγκεκριμένου κατά την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο αρχιμανδρίτης τέθηκε σε αργία, ενώ νέος νέος ανακρίτης ορίσθηκε ο μητροπολίτης Σιάτιστας, Πολύκαρπος. Παράλληλα, μεγάλωνε και το κύμα αμφισβήτησης του Ιακώβου, μάρτυρες κατέθεταν ότι είχαν δεχτεί απειλές, ενώ στην ιστορία ενεπλάκη ακόμα και ο "Σύλλογος Γονέων Μαθητών της Ελλάδος"!
Την Κυριακή 21 Ιανουαρίου ο αρχιεπίσκοπος προτίμησε να ιερουργήσει σε ναό της Κηφισιάς αντί του μητροπολιτικού ναού, ως είθισται την πρώτη Κυριακή μετά την ενθρόνιση, ενώ σε πολλούς ναούς της χώρας, ορισμένοι από το "χριστεπώνυμο πλήθος" εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους κατά τη μνημόνευση του αρχιεπισκόπου φωνάζοντας "ανάξιος". Παράλληλα, φούντωναν οι φήμες περί κυβερνητικής πρωτοβουλίας για την ακύρωση της εκλογής.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ξεκίνησαν μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και αρχιεπισκοπής για εκτόνωση της κρίσης με τον αρχιεπίσκοπο να ανθίσταται αρχικά στην ιδέα της παραίτησης τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα εξέθετε έτι περισσότερο την Εκκλησία, δεδομένου ότι η αρχιεπισκοπική εκλογή γίνεται υπό τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Στις 24 Ιανουαρίου, ο Ιάκωβος έδωσε συνέντευξη τύπου στους δημοσιογράφους, στην οποία δήλωσε ότι δεν είναι δικαίωμά του να παραιτηθεί, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε "βλασφημία".
Παρόλα αυτά, την επομένη ημέρα, στις 25 Ιανουαρίου 1962 και ώρα 5 το απόγευμα, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιάκωβος υπέβαλλε την παραίτησή του δώδεκα μόλις ημέρες μετά την εκλογή του και μάλιστα από την πρώτη ψηφοφορία. Στο κείμενο της παραιτήσεως ο παραιτηθείς αρχιεπίσκοπος ανέφερε:
"Εκλεγείς υπό Θεόθεν οδηγηθέντων Ιεραρχών της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος Προκαθήμενος αυτής και κανονικώς και νομίμως αναλαβών από της ημέρας της εκλογής και της ενθρονίσεως μου την διακυβέρνησιν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, άγομαι εις την απόφασιν και ήδη προβαίνω εις την πραγματοποίησιν της υποβολής της παραιτήσεως μου από του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου των Αθηνών ... ουχί οικεία βουλήσει, αλλά πολλή και καταθλιπτική τη κυβερνητική πιέσει και προς αποτροπήν αναμίξεως της Πολιτείας εις την εσωτερικήν σύστασιν και διοίκησιν της Εκκλησίας .... Θυσιάζω και σφαγιάζω εμαυτόν και ρίπτομαι ως ο Ιωνάς εις την θάλασσαν χάριν της κανονικής διοικήσεως και της ζωής της Εκκλησίας και είμαι βέβαιος ότι η Ιστορία θα εκτιμήσει την υπέρ της Εκκλησίας αυτοθυσίαν μου και ολοκληρωτικήν προσφοράν μου με την διάπυρον ευχήν, όπως η Πολιτείας μη τολμήση να επέμβη εις τα εσωτερικά της Εκκλησίας". 
Ο Ιάκωβος θα έφερε πλέον τον τίτλο "τέως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος", ενώ ο ίδιος επέστρεψε λίγα χρόνια αργότερα στη Μητρόπολη Αττικής. Νέος αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Χρυσόστομος με 54 ψήφους στις 14 Φεβρουαρίου 1962, όμως ούτε αυτός ολοκλήρωσε τη θητεία του, καθώς το 1967 εκδιώχθηκε από το δικτατορικό καθεστώτος, το οποίο εξανάγκασε τον Χρυσόστομο να παραμείνει στον Ερυθρό Σταυρό για ένα μήνα χωρίς να είναι καν ασθενής, κηρύσσοντας στη συνέχεια τον αρχιεπισκοπικό θρόνο "εν χηρεία" και διορίζοντας στη θέση του τον αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο.
 Το Συνοδικό Δικαστήριο αθώωσε τελικά τον Ιάκωβο από τις εναντίον του κατηγορίες. Η χούντα των συνταγματαρχών ζήτησε την παραίτησή του από τη Μητρόπολη Αττικής και όταν εκείνος το αρνήθηκε, αποφασίστηκε η απομάκρυνση του δια νόμου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ιερά Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, όπου και πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1984.

[Πηγή: τα σχετικά δημοσιεύματα της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τον Ιανουάριο του 1962, όπως περιλαμβάνονται στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου