Δεν ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που τον περασμένο Νοέμβριο έσπευσε στους κινηματογράφους να παρακολουθήσει το "Αν.." του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Όχι ότι δεν εκτιμώ τον Παπακαλιάτη, αλλά το πρόβλημα είναι ότι έχω πάρει με πολύ κακό μάτι τις ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Έχω διακρίνει πολλές φιλότιμες προσπάθειες, όμως ρε παιδί μου, θεωρώ ότι οι περισσότερες είναι ατελείς, θέλουν να πουν πάρα πολλές ιστορίες σε δεδομένο χρόνο, με αποτέλεσμα η αφήγηση να είναι άνιση και ελλιπής, ενώ οι περισσότερες κάπου κάνουν κοιλιά, με άλλα λόγια με παίρνει ο ύπνος ή -στην καλύτερη περίπτωση- αρχίζω το χασμουρητό.
Για παράδειγμα, στη "ΝΗSOS" (την πρώτη ταινία γιατί τη δεύτερη δεν σκέφτηκα να τη δω ούτε καν σε dvd), που έσκισε σε εισιτήρια, διέθετε πολύ καλούς ηθοποιούς κι ένα έξυπνο κατ' αρχήν σενάριο, δεν μπόρεσα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό... από την βαρεμάρα, κάπου στα μισά, αν και τουλάχιστον το μάτι δεν έκλεισε. Οι δευτερεύουσες ιστορίες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ταινία από μόνες τους (όπως το ειδύλλιο ανάμεσα στα δύο υποτιθέμενα αδέρφια, τα οποία όμως έμαθαν για το "μυστικό" προς το τέλος της ταινίας, δηλαδή λίγο πριν το αναμενόμενο σε κωμωδία happy end), ήταν ολότελα περιττές και φυσικά τα σεξιστικά αστεία υπερβολικά πολλά, για μια ταινία που δεν διαφημιζόταν ως "σεξοκωμωδία", όπως π.χ. το "Safe Sex", που κατά τη γνώμη μου παραμένει μακράν η καλύτερη κωμωδία της τελευταίας 15ετίας.
Τα ίδια και χειρότερα (π.χ. βαθύς ύπνος στα μισά με το μάτι να μην ανοίγει ούτε με μανταλάκια) έχει συμβεί σε όλες τις ελληνικές ταινίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια είτε στο σινεμά είτε στο σπίτι: από τα ανεκδιήγητα και αχρείαστα remake κλασικών ταινιών, όπως ο "Ηλίας του 16ου", μέχρι το ξεπερασμένο και ανούσιο "Σούλα έλα ξανά" ή το κατώτερο των προσδοκιών μου "Η κληρονόμος".
Ειδικά η τελευταία ταινία ήταν μεγάλη απογοήτευση με τα συμβατικά κλισέ και τα αγέλαστα αστεία. Εκεί που περίμενες να δεις μια ξεκαρδιστική κωμωδία για μια γυναίκα που αναγκάζεται ν' ασχοληθεί με τα διοικητικά μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, ενώ είναι άσχετη με το άθλημα, το θέμα εξαντλείται γρήγορα και παρακολουθούσαμε ένα ακόμη αδιάφορο love story.
Και φυσικά υπάρχει μια πληθώρα ταινιών, τις οποίες είδα, αλλά εν τω μεταξύ έχω ξεχάσει ακόμη και τους τίτλους τους - μία με τη Λαμπρόγιαννη που υποδυόταν την ψυχίατρο σε μια κωμωδία που δεν χαμογέλασα ούτε για μια στιγμή, μία άλλη που παρωδούσε τη προφορά των Λαρισαίων, αλλά είχε και κάτι κατασκοπικά για γαρνιτούρα κλπ.
Για την ακρίβεια, από τις ελληνικές ταινίες της τελευταίας δεκαετίας, οπότε υπήρξε και μια σχετική αναγέννηση του είδους, δηλαδή μετά το "Safe Sex" (respect) και το "Κλάμα βγήκε απ' τον παράδεισο" (που βέβαια ήταν πολύ μεγάλο σε διάρκεια, αλλά τουλάχιστον είχε αρκετές ξεκαρδιστικές σκηνές), δύο είναι μόνο οι ταινίες που έχω ξεχωρίσει, χωρίς να έχω ξετρελαθεί.
Η μία είναι το "Μόλις χώρισα", από το οποίο με ξενέρωσε μόνο η αφόρητα πληκτική και xl σε διάρκεια σκηνή με το προμόσιον της Tupperware, και η άλλη το "Πεθαίνω για σένα", που ενώ είχε πολύ καλές προϋποθέσεις και ενδιαφέρουσα αρχική ιδέα, χάθηκε μέσα σε μεγαλόστομες ατάκες υπαρξιακών αναζητήσεων, που δεν έχουν θέση σε κομεντί. Ωστόσο, με όλα τα μειονεκτήματα τους, οι δύο παραπάνω ταινίες είναι κατά τη γνώμη μου οι καλύτερες των τελευταίων χρόνων made in Greece.
Και καθώς σιγά-σιγά άρχισα να ξενερώνω με τον ελληνικό κινηματογράφο, ίσως αφοριστικά, τον έχω παραμερίσει τα τελευταία ενάμιση με δύο χρόνια. Μόνο πρόσφατα, κατ' εξαίρεση, είδα το "Μπιγκ Χιτ" του Κάρολου Ζωναρά, μια ταινία νουάρ, αντιγραφή του κλασσικού "Big Heat" του Φριτζ Λανγκ, που πέρασε απαρατήρητη σε μικρή διανομή - και όχι άδικα.
Ήταν μια φιλότιμη προσπάθεια, που όμως αυτοϋπονομεύτηκε από το υπερβολικό παίξιμο ορισμένων ηθοποιών, αλλά και την "έμπνευση" του σκηνοθέτη να ντουμπλάρει τις φωνές σχεδόν όλων των πρωταγωνιστών, κάτι που ήταν εμφανές και στον πιο ανυποψίαστο θεατή, επειδή δήθεν "ψυχή της υποκριτικής είναι ο λόγος, η φωνή", ενώ "ο λόγος ακολουθεί", σύμφωνα με το σκηνοθέτη. Ίσως να είναι κι έτσι, αλλά νομίζω ότι υπάρχει λόγος που οι ταινίες γυρίζονται για να προβληθούν στο σινεμά και όχι στο ραδιόφωνο. Δεν είναι ίδιο το μέσο, επομένως δεν μπορεί να είναι ίδιο και το επιδιωκόμενο αισθητικό αποτέλεσμα.
Μ' αυτά και μ' εκείνα, δεν μου προκαλεί εντύπωση η μεγάλη επιτυχία που εξακολουθούν να σημειώνουν στην τηλεόραση ακόμη και κάποιες τριτοκλασάτες ταινίες του παλιού κινηματογράφου, όταν οι ταινίες γυρίζοντας με το κιλό. Στη χειρότερη περίπτωση γελάς με το παίξιμο ή με τις σεναριακές υπερβολές και απιθανότητες - σίγουρα πάντως το στόμα δεν ανοίγει για να χασμουρηθεί ή για να αναρωτηθείς μεγαλόφωνα, "μα τι κάθομαι και βλέπω μιάμιση ώρα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου