17 Ιουλίου 2013

Τα κείμενα παλιών επιθεωρήσεων: "Όλα μέσα" (και σπάνιες φωτογραφίες από την παράσταση)


Το καλοκαίρι του 1931, στο θέατρο του "Λαού", το οποίο η εφημερίδα "Η Ελληνική" χαρακτήριζε "δροσόλουστο", παιζόταν η επιθεώρηση "Όλα μέσα" των Γιαννουκάκη και Ασημακόπουλου. Η εφημερίδα δημοσίευσε τα κείμενα από ορισμένα σκετς της παράστασης, όπως και άλλων επιθεωρήσεων της εποχής, με αφορμή ένα άτυχο περιστατικό στο θέατρο "Περοκέ", με αφορμή το οποίο έγινε πολλή συζήτηση για το -αιώνιο θέμα- των ορίων της σάτιρας. Ανεξάρτητα από τα πραγματικά κίνητρα της εφημερίδας, πρόκειται για πολύτιμο αρχειακό υλικό σχετικά με την ιστορία της επιθεώρησης στην Ελλάδα.

Η παράσταση "Όλα μέσα" σατίριζε πολλά κακώς κείμενα της εποχής, που θα μπορούσαν να ισχύουν και σήμερα: από τους πολίτες-αρχαιολόγους, που ψάχνουν να βρουν αρχαία αγάλματα, μέχρι το Κτηματολόγιο, που μπορεί να το σατίριζαν οι Γιανουκκάκης και Ασημακόπουλος το 1931, αλλά ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί! Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ένα σκετσάκι με τη συμμετοχή αρχαίων θεών, αλλά και το -κλασικό για επιθεώρηση- σκετς των δύο μεθυσμένων, που τα βλέπουνε όλα ρόδινα και συνέκριναν τον τότε υπουργό Οικονομικών, Μαρή, με την Άρτεμη Κάστρου, την πεθερά του εργολάβου Αθανασόπουλου, που σχεδίασε τη δολοφονία του - η περίφημη "κακούργα πεθερά", που έγραψε ιστορία.


ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ

Το συγκεκριμένο σκετς πιθανότατα ήταν η εισαγωγή της παράστασης, καθώς σατίριζε τις επεμβάσεις της αστυνομίας στα άσεμνα και πολιτικά νούμερα των επιθεωρήσεων. Στη σκηνή παρουσιαζόταν η είσοδος ενός θεάτρου, το οποίο έμοιαζε με στρατόπεδο.
Σκοπός: Αλτ. Τις ει;
Α'  θεατής: Δεν στα 'λεγα γω;
Β΄ θεατής: Πάψε ρε φοβιτσιάρη.
Σκ.: Τις ει;
Β΄.: Θεαταί.
Σκ.: Προχώρει εις το παρασύνθημα.
Β΄.: Όλα μέσα.
Ταξιθέτης: (οπλισμένος κι αυτός) Περάστε
Β΄.: Τα 'δες;
Α΄.: Α, μπα. Δεν κάθομαι. Δεν κοιτάς τι γίνεται; Θέατρο είναι αυτό ή ναυμαχία του Ναβαρίνου;

Τραγούδι:
ΌΛΟΙ: Με τούτη την κατάσταση
πού να γενεί παράσταση.
Αν θέτε να γλεντήσουμε
πρέπει να συμμαχήσουμε.
Θα ψέλνουμε τα Κόμματα
μέσα απ' τα χαρακώματα.
Κι αν σας κακοφανεί καμιά σκηνή,
τι να γενεί, υπομονή....

Όλα μέσα, όλα,
μάτια μαργιόλα
και πολυβόλα.

Θα σας λέμε καλαμπούρια
Οπλισμένοι με κουμπούρια
από πάνω απ' τη σκηνή
κι από κάτω απ' τη σκηνή.

(Στο σημείο αυτό, στη σκηνή έμπαινε ο κομπέρ, Μίμης Καντιώτης)

Να κι ο Κομπέρ, παλλικαράς,
Μεσάζων και χορευταράς.

Κ.: Που χαίρεσαι και με κοιτάς
σαν τραγουδώ στους θεατάς.
Σας κάνω τα ρουσσέκια σας
ξεχνάτε τα σεκλέτια σας.
Κι αν σας κακοφανεί καμιά σκηνή,
τι να γενεί, υπομονή..

(Αρχίζει η λογοκρισία του έργου)
Κομπέρ: Α, εδώ εν πρώτοις είναι ένα μάγκικο νούμερο, που κάνει ο Κυριακός.
Λογοκριτής: Για διάβασε!
Κ.: "Ρε μου είπε η γκόμενα πως θα πάει στη θεία της. Πού να πάρει ο διάβολος και το θείο και τη θεία.
Λογ.: Στάσου. Βλαστημάτε τα θεία. Βγάλ' το αυτό αμέσως.
Κ.: Καλά. Να το βγάλουμε. Αυτό είναι ένα ταγκό παθητικό.
Μόνο η κοκαΐνη
κάθε πόνο σβήνει.
Λογ.: Κοκαΐνη; Είναι λαθρεμπόριον. Βγάλ' το αμέσως.
Κ.: Μα, κύριε λογοκριτά.
Λογ.: Δεν έχει μα και ξεμά. Βγάλ' το!
Κ.: Καλά. Άλλο. Αυτό είναι ένα θεαματικό φινάλε, ο Παράδεισος του Μωάμεθ, ο Αλλάχ και τα ουρί.
Λ.: Ουρί; Βγάλ' το.
Κ.: Γιατί;
Λογ.: Δεν επιτρέπεται να ουρεί. Απαγορεύεται αυστηρώς και διά ροπάλου.
Κ.: Μα, τέτοια λογοκρισία θα κάνετε; Όταν δεν καταλαβαίνετε από λογοτεχνία, να περιορίζεσθε στην τροχαία κίνηση.
Λογ.: Βγάλ' το το ταχύτερο. Βγαλ' το.
Κ.: Καλά. Άλλο! Αυτό είναι πολιτική σάτιρα. Είμαι υπουργός μουσοτραφής!
Λογ.: Στάσου. Τι εννοείς μουσοτραφής; Ότι δηλαδή τρέφει μούσι. Σατιρίζετε τον κ. Πρόεδρο. Βγάλ' το.
Κ.: Μα δε θα μείνει τίποτε από την επιθεώρηση.
Λογ.: Δεν μ' ενδιαφέρει, βγάλ' το, είπα. Βγάλ' το!
Κ.: Ακούτε αυτό. Είναι ένα πεταχτό τραγουδάκι:
Όπλα όπλα όπλα λα
όπλα όπλα όπλα λα.
Λογ.: Όπλα; Όπλα στη σκηνή; Δεν είσαι καλά παιδί μου. Είναι φρίκη αυτοί οι συγγραφείς. Βγάλ' το. Βγάλ' το γρήγορα.
Κ.: Δεν γίνεται δουλειά έτσι, κύριε Λογοκριτά. Δεν μου έμεινε παρά ένα νούμερο.
Λογ..: Για πες το κι αυτό.
Κ.: Σακάκι αντίο.. αντίο παντελόνι..
Λογ.: Πανταλόνι; Είναι σόκιν, βγάλ' το.
Κ.: Το πανταλόνι;
Λογ.: Βγάλ' το γλήγορα.
Κ.: Το πανταλόνι; Μα τι λες, Χριστιανέ μου; Τώρα στα γεράματα;
Λογ.: Βγάλ' το!
Κ.: Βοήθεια! (φεύγει)



ΜΕΝΙΔΙΑΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

Ο Κόλιας,που τον υποδυόταν ο Κ. Δούκας, μαζί με τη σύζυγό του, η ηθοποιός Μαρίκα Νέζερ, αγωνίζονται με την αρχαιολογική σκαπάνη ν' ανακαλύψουν το Θιάκι και ο Κομπέρ, ο ηθοποιός Μ. Καντιώτης, τους διορθώνει:

-Την Ιθάκη.
-Όχι το Ιθάκι.
-Και τι αρχαία βρήκατε ως τώρα;
Οι αρχαιολόγοι εκθέτουν τα ευρήματά τους (τραγουδώντας):
1.
Βρε με τις ανασκαφές όπου γίνονται στη χώρα
βρίσκεις πράγματα πολλά απ' τ' αρχαία τώρα τώρα 
στο χωράφι και στ' αχούρι σκάβεις βρίσκεις θησαυρό
και φορτώνεις το γαϊδούρι με αγάλματα σωρό

2.
Όπως έσκαβα προχθές για να βρω την Αφροδίτη
βρήκα μια σιαγόνα μ' ένα τόσο τραπεζίτη
είναι υπουργού μασέλα και έχει και διάσημα
του 'φυγε ενώ μασούσε κάτι ανταλλάξιμα.

3. Σκάβοντας μωρέ παιδιά σ' ένα τάφο ξεχασμένο
βρήκα τούτο το ψηλό το φτωχό τσαλακωμένο
βρε το βρήκα μπερδεμένο σε συμβάσεις εκλεχτές
ειν' του Καραπαναγιώτη που το έχασε προχθές.

4.
Μέσα στο κεντρικό το ταμείο εκεί πέρα
που 'κανα ανασκαφές αχ τι βρήκα μία μέρα
μέσα εις τα τόσα πλούτη που 'χει ο Μαρής για μας
βρήκα και τη μάσκα τούτη που φορούσε ο Φαντομάς.

5.
Κι απ' τ' αεροπλάνα μας
άλλη μία αρχαιότης
δείγμα για το Ζάννα μας
της βενζίνας ο ιππότης.
Απ' αυτόνε σ' ένα μήνα
λεν' οι γλώσσες οι κακές
εξατμίσθη η βενζίνα
κι έμεινε ο τενεκές..





ΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

Σωκράτης: Κυριακός
Κομπέρ: Καντιώτης

Σ.: 17 και 50 επί 25 και 40, 22 και 10 επί 12 και 35.
Κ.: Βρε φίλε, Σωκράτη, βλέπω μετράς οικόπεδο. Ή προίκα το πήρες ή οικοπεδοφάγος έγινες.
Σ.: Έρχεσαι δεύτερος. Ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Κ.: Και γιατί μετράς το οικόπεδο;
Σ.: Με προσλάβανε στην τοπογραφική υπηρεσία για το κτηματολόγιο της Ελλάδος. Μπαίνεις; 
Κ.: Όχι και πολύ.
Σ.: Βρε, αδερφούλη, ένεκα οι οικοπεδοφάγοι, που έχεις σήμερον μια σπιθαμή χώμα και αύριο δεν την έχεις -έτσι παλλικαρίσια- είπε η κυβέρνησις να γίνει κτηματολόγιο, κατάλογος, βιβλιαράκι δηλαδή που να έχει μέσα όλα τα κτήματα, τίνος είναι το καθένα και τα ρέστα.
Κ.: Μ' αυτή η δουλειά θέλει γνώσεις μηχανικές. Ξέρεις μηχανικός;
Σ.: Αρχιτέκτων. Το σχέδιο για τη μάντρα του κυρ Αντώνη εγώ δεν το έδωσα;
Κ.: Ξέρεις από τριγωνομετρία, γωνίες, αμβλείες, οξείες;
Σ.: Άλλο τίποτα από οξείες. Κάπου κάπου μου ξεφεύγει καμιά περισπωμένη, αλλά συνηθίζω όσο πάω.
Κ.: Μπράβο και να σου πω πολύ, καλά το σκέφτηκε η Κυβέρνησις για το κτηματολόγιον.
Σ.: Καλά λέει.. αλλά. Ξέρεις τ' είναι να ναι γραμμένο του καθενός το σπιτάκι του, το κτηματάκι του. Να ξέρει καθένας την υπηρεσία του, να μην μπερδευόμαστε. 
Κ.: Σα να λέμε το υπουργείο της Δικαιοσύνης τίνος είναι;
Σ.: Του κυρίου Αρβραάμ.
Κ.: Είναι ιδιοκτησία του δηλαδή;
Σ.: Βεβαιότατα. Το χει ο άνθρωπος από το θείο του τον Ισαάκ. 
Κ.: Είσαι βέβαιος;
Κ.: Βεβαιότατος. Όταν πέθανε ο Ισαάκ είχε δύο ανηψαδάκια, τον Αβραάμ, που ναι τώρα υπουργός, και τον Γολιάθ. Όπου στο τέλος η περιουσία έμεινε του Αβραάμ.
Κ.: Καλά, ο Γολιάθ τι έγινε;
Σ.: Βρε, τονε σκότωσα εγώ με τον Δαβίδ στον πετροπόλεμο; Έφαγε σφενδονιά, που του άλλαξα τον αδόξαστο. 
Κ.: Δεν μου λες, το υπουργείο των Οικονομικών τίνος είναι;
Σ.: Του κ. Μαρή
Κ.: Ολόκληρο;
Σ.: Εξόν του κήπου του Κλαυθμώνος. Σ' αυτόν έγραψαν προσημείωση οι δημόσιοι υπάλληλοι για ν' ασφαλίσουν τας αυξήσεις τους. 
Κ.: Κάτι γρασίδια που 'ναι δω πιο κάτω, τίνος είναι;
Σ.: Να σου πω ένα τραγούδι.
Το κάθε ελληνικό γραδίσι
ανήκει στον Ιασσωνίδη
Όλα με γεια του με χαρά του
να ζήσει λίγο μ' ευμέρεια
τα έχει απ' τον μπαμπά του
σαν ήταν στην Καισάρεια.
Τι μπερδεψιά
ω και στα χτήματα
και τώρα πια βλαστήματα

Το Εθνικό το θέατρό μας
Να ξέρετε δεν είναι δικό μας
το χαν του Παπανδρέου οι φίλοι
από πάππου προς πάππον τσιφλίκι τους
Να παρασταίνουν κάπου κάπου
για να χουν το χαρτζιλίκι τους.

Τα θωρηκτά μας τα μεγάλα 
τα έκανε η πατρίς ρεγάλα
από ένα σε κάθε τρανό μας
ρε υπουργό μας και ύπατο
γι' αυτό κι αυτοί τα καβαλλάνε 
κι όλο πάνε
περίπατο.

Και τα μνημεία μας τ' αρχαία
με την Ακρόπολη παρέα
τα έχει ντιπ καταδικά του
ρε ο Αρτζόγλου ο μερακλής
τα χει γραμμένα σε όνομα του
ο μακαρίτης ο Περικλής. 

Και το Θησείο αδερφάκια
με το ναό και τα πευκάκια
στου Τσιριμώκου είναι τα σέα
για να το κάνει βουστάσιο
το χει νοικιάσει απ' τον Θησέα
πριν το ενοικιοστάσιο.

Ως και του Στρέφη το νταμάρι
που ναι της Αθήνας το καμάρι
είναι του Εμμανουηλίδη
και το χει ήδη
η κλίκα του
την εποχή το πήρε εκείνη
απ' τη Φρύνη
για προίκα του.

Κάθε γυναίκα φίλου ή ξένου 
είναι του υποφαινομένου
αυτό δεν σας το λέω ψέμα
το χω στο αίμα
από παιδί.
Γι' αυτό κάθε γυναίκα μένει
ξελιγωμένη μόλις με ιδεί.

Και της Αθήνας την κορώνα
Την ξακουστή Παλιά Στρατώνα
οι εντιμότατοι ας την πάρουν 
κι αν σκαπουλάρουν
καμιά φορά στην Ελλάδα
η αχλάδα
την έχει όπισθεν την ουρά. 

Κι εν τω συνόλω η Ελλάδα
είν' ένα είδος αγελάδα,
που την αρμέγουν γάλι-γάλι
όλ' οι μεγάλοι
μετά χαράς
κι ας κλαίει τη μοίρα του αδίκως
ο λαουτζίκος
ο φουκαράς. 

Όλες τις θάλασσες να ξέρεις
τις έχει πάρει ο τιμονιέρης 
κι αν δεν μπορεί να κάνει μια
στην τρικυμία παλικαριά
Όμως αυτός καλά και σώνει
τα θαλασσώνει
στη στεριά.
Κάθε σκηνή του όλα μέσα
δίχως κακία, δίχως μπέσα
ανήκει στην αστυνομία
καινοτομία
πού καταντάς.
Αντί να μας αφήνει ησύχους
να γράφει στίχους
ο Ρεμαντάς. 



ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ 

Στη σκηνή εμφανίζονται η Πέρσα Βλάχου ως "Αθήνα", ο Καρέζος ως "Γιάννης Θεός" και ο Λεπενιώτης ως "Ζευς". Στην αρχή και ο Καντιώτης ως "Κομπέρ".

Ζ:. Έτσι που λες, φίλε μου, υπήρξα άτυχος. Με κουβάλησαν από την ησυχία του Ολύμπου ο κ. Μωραϊτίνης για να λάβω μέρος στην Ιστορία της Αθήνας.
Κ.: Μα καλά, με τέτοια χάλια σε έτρεμαν θεοί και άνθρωποι;
Ζ.: Μην κοιτάς πώς με κατάντησαν. Τότε είχα γένια, τώρα μου τα ξουρίσανε. Μ' έκαμαν μοντέρνο. Με βγάλανε Ζεζή.
Κ.: Και τώρα που η Ιστορία της Αθήνας τελείωσε, γιατί δεν ξαναγυρίζεις στον Όλυμπο; 
Ζ.: Το έσκασε ο Μωραϊτίνης για το Παρίσι και με άφησε αμανάτι στην Αθήνα. Σκέπτομαι, για να μπορέσω να ζήσω να ξανακάμω το θεό. Μια μικρή προπαγάνδα φθάνει. Θα κάνω και το φακίρη.
Γ.Θ.: Μην τον πιστεύεις. Είναι κατεργάρης. Εγώ είμαι ο Θεός.
Ζ.: Κι άλλος θεός;
Κ.: Αυτός είναι ο Γιάννης ο Θεός. Η Ελλάδα είχε πάντα πολλούς θεούς. Κι εν τούτοις κάθε κυβερνήτης την ξεθεώνει.
Γ.Θ.: Τι λες μωρέ. Εσύ δεν έχεις το θεό σου.
Κ.: Ίσα-ίσα, που έχω δύο, τον Δία τον ζουρλομανδύα. Ιδού λοιπόν η προσέγγισις των αιώνων, ο αρχαίος θεός και ο τελευταίος. Μα εσείς φίλοι μου είσθε ολόκληρη ιστορία. 
Α.: Η Ιστορία της Αθήνας.
Κ.: Τώρα πια εγώ είμαι περιττός. Τα λέτε και μοναχοί σας.
Γ.Θ.: Είναι κατεργάρης. Είναι κατεργάρης.
Α.: Δεν έχεις δίκαιο. Αυτός εδημιούργησε την Ελλάδα.
Ζ.: Τι να σου κάνω μωρέ, που δεν κρατάω έναν κεραυνό να σου ρίξω.
Α.: Τι απέγινε ο κεραυνός σου;
Ζ.: Κάνεις πως δεν ξέρεις και είσαι η Ιστορία της Αθήνας. Εσύ δεν μου τον πήρες και τον έδωσες του Κονδύλη;
Α.: Κουταμάρα έκανα. Έχει σκουριάσει στα χέρια του. 
Γ.Θ.: Θα του τον ξεσκουριάσω εγώ. Εγώ...
Ζ.: Δεν μ' αφήνεις στις πίκρες μου, που με ξεσπιτώσανε από τον Όλυμπο.
Γ.Θ.: Να σε σπιτώσω εγώ. Να σε σπιτώσω. 
Ζ.: Και ο κ. Γανυμήδης που με περιμένει;
Γ.Θ.: Και τον κ. Γανυμήδη να τον σπιτώσω.
Α.: Αφήστε αυτά κατά μέρος. Ντροπή να μαλώνουν δυο θεοί. Ελάτε να θυμηθούμε τα παλιά.
Γ.Θ.: Και τα νέα.. και τα νέα...
Τραγούδι
Ζ.: Τι αίγλη των αρχαίων ονομάτων.
Βασίλευε ο Αισχύλος και ο Πλάτων
Α.: Και μέσα στο πλήθος των σοφών
ο Κρίτων και ο μέγας Ξενοφών.
Γ.Θ.: Κι από τους σοφούς αυτούς έχουν τσοντάρει ούλοι
κι έβγαλαν τώρα το Θεμιστοκλάκια το Σοφούλη.
Ζ.: Θυμάμαι τη σοφία του Σωκράτους,
τους νέους δίδασκε με περιπάτους.
Α.: Ώσπου απ' την παλιά την αγορά,
φτάσαμε στην Ομόνοια μια χαρά.
Γ.Θ.: Κι απ' τη Ομόνοια ως τον παλιό Σωκράτη,
η διαφορά δυο δάχτυλα και κάτι.

Όλοι: Βρε άλλαξαν από τότες
του βίου μας οι όροι
μας δουλεύουν οι κότες
και κάθονται οι κοκκόροι.
Βρε δουλεύει η Μαρίτσα
για να κάθεται ο Λουκάς,
δουλεύει η παπαδίτσα,
για να κάθεται ο παπάς.

Ζ.: Στα χρόνια μου υπήρξε μέγας πένης,
ο κυνικός που λέγαν Διογένης.
Α.: Εκείθε πάμε σ' άλλη εποχή,
που οι κυνικοί δεν είναι πια πτωχοί.
Γ.Θ.: Και φθάνουμε σε χρόνους τώρα νεοτάτους,
τους κυνικούς να λέμε εντιμοτάτους.

Όλοι: Ο Απόλλων ήταν τότε στυλ
καλλονής ωραίας.
Τον περνάει τώρα στο προφίλ
ο Μιχαλανδρέας.
Τότε έβγαλε η σμίλη
τον αθάνατο Ερμή
και τώρα τον Κονδύλη
μας έβγαλε η μαμμή.



ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ
Οι δύο μεθυσμένοι του σκετς ήταν ο Πέτρος Κυριακός και ο Π. Δούκας, οι οποίες τα έπιναν προχωρώντας για το σπίτι τους, ενώ κάθε τόσο σταματούσαν.

Κ.: Ανήφορος είναι. Πότε τον εχτίσανε; 
Δ.: Γεια σου Αριστείδη με την παρέα σου. Δυο ήσασταν ή τρεις; 
Κ.: Δύο. Εγώ κι η βούρτσα. Με κούρασε ο ανήφορος.
Δ.: Κοροϊδεύει. Κατήφορος είναι.
Κ.: Άντε μωρέ. Στ' ανάποδα τα βλέπεις. 
Δ.: Πού πηγαίνεις;
Κ.: Πάω μια βόλτα απ' την αγορά. Πάμε μαζί ρε Περικλή; 
Δ.: Είναι κλειστή τώρα η αγορά.
Κ.: Συγγνώμη, πώς θα κλείσει αφού εγώ ακόμη δεν ψώνισα;
Δ.: Και τι, θα περιμέναμε δηλαδή την αφεντιά σου; Εγώ πήρα μαρίδες.
Κ.: Το άλλο Σάββατο πώς με περίμεναν.
Δ.: Δεν πήγες πιο νωρίς;
Κ.: Νομίζεις:
Δ.: Νομίζω. Καλά εγώ που ψώνισα.
Κ.: Ρε συ, πού ν' οι μαρίδες που πήρες;
Δ.: Στο δίχτυ. 
Κ.: Πού ναι, ρε; 
Δ.: Τ' είναι αυτό;
Κ.: Αυτό ναι το καρπούζι.
Δ.: Είδες καρπούζι; Επιτυχία. 
Κ.: Τριζάτο είναι.
Δ.: Και τα παπούτσια μου είναι τριζάτα ρε. Και οι μαρίδες τι γίνανε;
Κ.: Θα τις ξέχασα στον χαρά.
Δ.: Ρε συ Αριστείδη, δεν πάμε μια βόλτα ίσαμε τον ψαρά;
Κ.: Ε΄ναι κλειστός τώρα.
Δ.: Και θα μου κλείσει μέσα τις μαρίδες;
Κ.: Όχι, θα περιμένει την αφεντιά σου.
Δ.: Το άλλο Σάββατο πώς με περίμενε δηλαδή; 
Κ.: Θα τις θυμήθηκες πιο νωρίς.
Δ.: Νομίζεις;
Κ.: Νομίζω. Δεν μου λες περικαλώ... έχω μια έμπνευση.
Δ.: Δηλαδή;
Κ.: Μου δίνεις το καρπούζι, να σου δώσω την ταβανόβουρτσα;
Δ.: άκου ρε τι λέει.. τρώγεται ρε η ταβανόβουρτσα;
Κ.: Καλά ντε... δεν επιμένω. Δεν μου λες, ρε Περικλή, είσαι ευχαριστημένος από την κατάσταση;
Δ.: Κατενθουσιασμένος. Όλα τα βλέπω ρόδινα. Σκέψου, σε βλέπω με την ταβανόβουρτσα και μου φαίνεσαι σαν την Αθηνά με το κοντάρι... Ακριβώς.
Τραγούδι
Κ.: Σαν το πίνεις όλα γύρω είναι ωραία.
Δ.: Μόνο τότε είναι εντάξει η παρέα.
Κ.: Κάθε τι στραβό ευθύς το βλέπεις ίσο
Δ.: Και το κάθε μπρος σε συ το βλέπεις πίσω. 
Νομίζω;
Κ.: Βλέπεις τον Κονδύλη λες
να παιδί από σπίτι,
τον Παπαναστάση λες
να χε λίγη μύτη.
Λες την πεθερά σου ρε
Δ.: Άγγελο και άστρο
Κ.: Τον Μαρή σαν βλέπεις λες
Δ.: Τύφλα να χει η Κάστρο.

Με το κρασί μωρέ παιδιά,
φτιάχνεις την κάθε αναποδιά
χαλάλι παν οι κόποι σου
μέσα στο γλεντοκόπι σου.

Δ.: Πιες δυο ποτηράκια, δεν θα μετανιώσεις.
Κ.: Όλα πάνε πρίμα στη στιγμή, θα νιώσεις.
Βλέπεις κάθε πράμα, ως πανάθεμά το,
ρε το κάτω απάνω και τ' απάνω κάτω.
Νομίζω;
Δ.: Βλέπεις τον Σοφούλη λες
Δον Ζουάν για σόι. 
Βλέπεις και το δίφραγκο,
λέρα με το ζόρι.
Το κορίτσι τ' όμορφο
το περνάς γι' αγόρι.
Κ.: Γίνομαι σαν πίνω άξονας του κόσμου.
Δ.: Δώσ' του και κουνιέται γύρω σαν δικός μου.
Κ.: Πού και πού γυρίζει χάριν ποικιλλίας
Δ.: Είναι η Ελλάδα γη επαγγελίας.
Νομίζω;

Βλέπεις τη Βουλή και λες
ζήτω κάθε κόμμα.
Βλέπεις τάλιρο και λες
τι ωραίο χρώμα.
Βλέπεις φράκο υπουργού
ζήτω λες οι ράφτες,
την υπεροπλία μας,
ζήτω και οι ναύτες. 


ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΦΙΝΑΛΕ

Πρόκειται για το φινάλε της πρώτης πράξης. Όλος ο θίασος ανέβαινε επί σκηνής σατιρίζοντας την πολιτική κατάσταση της εποχής. Η σκηνή αναπαριστούσε το δρόμο μπροστά από το Προεδρικό Μέγαρο. Ο Κυριακός υποδυόταν κάποιον Μπατζανέμη που έγινε πρωθυπουργός και ο οποίος βγαίνει στο δρόμο για να συναντήσει τον φίλο του Μίκη, που τον υποδυόταν ο ηθοποιός Καντιώτης.

Κυριακός: Βρε, καλώς το φίλο μου τον κ. Μίκη.
Καντιώτης: Τα σέβη μου κ. Πρόεδρε και θερμά συγχαρητήρια.
Κυρ.: Δεν βαριέσαι. Ψευτοδουλειές. Αυτή τη στιγμή έρχομαι από την ορκωμοσία.
Καντ.: Ορκισθήκατε;
Κυρ.: Βέβαια. Εγώ δεν ήξευρα από αυτά τα νταραβέρια. Μου λένε θα ορκισθείς στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μπράβο, τους λέω εκατό φορές. Κοτσάρω το πεθαμενατζίδικο και πάμε. Ορκίσου, μου λέει ο πρόεδρος. Να με θάψεις.
Καντ.: Μπράβο. Τώρα ελπίζω ότι θ' ασχοληθείτε με τα φλέγοντα ζητήματα.
Κυρ.: Α, μπα μπα. Τώρα με την ζέστη να πιάσω φλέγοντα ζητήματα; Λέω τώρα ν' αρχίσω από τα δροσερά. Μην είδες τη γραμματέα μου; Ψιτ, δεσποινίς... δεσποινίς Μωρή!
(Μπαίνει η γραμματέας του πρωθυπυοργού, την οποία υποδυόταν η Νέζερ).
Νέζερ: Διατάξατε, κύριε Πρόεδρε.
Κυρ.: Θέλω να μου φέρεις το φάκελλο των σπουδαίων ελληνικών ζητημάτων. Τα έχω όλα στο χρονοντούλαπο.
Νέζ.: Ευχαρίστως, κ. Πρόεδρε.
Κυρ.: Πώς σε λένε παιδί μου;
Νέζ.: Τζούλια.
Κυρ.: Τζούλια τη λένε; (χαριεντίζεται μαζί της και όταν εκείνη φεύγει, λέει) Αυτή θα μου φάει ολόκληρο το υπουργείο.
Καντ.: Δόξα σοι ο Θεός, που έχομεν ένα Κυβερνήτη της προκοπής.

(Επανέρχεται η γραμματέας, οδηγώντας τα ελληνική ζητήματα, δηλ. ηθοποιούς που αντιπροσώπευαν από κάποιο "πρόβλημα")
Νέζ.: Το ζήτημα της αποκαταστάσεως των προσφύγων Υβόννη και Καρέζος. 
Καρέζος: Μουσιού πρεζιντάν.
Κυρ.: Εν πρώτοις κόφ' το πρεζιντάν, γιατί ακούγεται σαν ντίγκι-νταν.
Καρ.: Μουσιού πρόεδρε.. Αμάν, ντε μπορεί πια. 
Υβόννη: Αποκατάσταση, ζήτημα λυμένο να κάνει.
Κυρ.: Είναι πολύ δεμένο, παιδί μου;
Καρ.: Παράγκα είχα... παστουρμά, ίστε σουτζούκι επούλαγα. Παράγκα μου επήρανε. Ιστέ πού θα βάλει σουτζούκι μου;
Κυρ.: Κι εγώ θα σου πω, ρε, πού θα βάλεις το σουτζούκι σου; Α, τραβ' από δω!

Νέζ.: Το ζήτημα των δημοσίων υπαλλήλων. (Ο κ. Λεπενιώτης)
Κυρ.: Α, μάλιστα. Εγώ τους υπαλλήλους τους αγαπάω τόσο πολύ, που για να τους κάνω οικονομίες, θα τους βάλω τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι, να γλιτώσουνε τα μισά λεφτά.
Λεπενιώτης: Πού να είναι; Τι να κάνω; Άραγε με ενθυμείται;
Κυρ.: Ποιος μωρέ;
Λεπ.: Ο δέκατος τρίτος μισθός.
Κυρ.: Α, μπα, μπα. 13ος; ξέρεις τι ... είναι το 13; γρουσουζιά. Φθάνουν δώδεκα.
Λεπ.: Και τι θα φάμε, κ. πρόεδρε; Παίρνω μισθό 30 λεπτά το μήνα. Μου κρατάνε 40 για χαρόσημο, κάνει να δίνω και μια δεκάρα.
Κυρ.: Θα σας ικανοποιήσω. Κάνετε λίγη υπομονή πέντε-δέκα μέρες. 
Λεπ.: Και τι θα τρώμε; 
Κυρ.: Επιτέλους, μη φάτε και 10 μέρες.

Νέζ.: Το ζήτημα του Εθνικού Θεάτρου. (Μπαίνει η Μαρίκα Νέζερ)
Μ.Ν.: Παπαί, βαβαί, ισταταί.
Το πήρατε χαμπάρι
πως βρίσκομαι στα χέρια του Γρυπάρη.
Η τέχνη η ξαναμαλλιάρα γνέφει
να πάω μαζί της ως τα νέφη.
Και κει ψηλά που ρίχνει απόφωτο θαμπό ο Αποσπερίτης,
κολλάει δίπλα μου ο Φώτος ο Πολίτης.
Γύρω γυρνούν της τέχνης οι πιστοί 
και τρέχουν οι μισθοί,
ενώ τρέχει από ρυτήρος
και ο Μελάς ο Σπύρος.
Στάσου Σπύρο, ξάφνου ξεφωνίζει
το μονόκλ του Λιδωρίκη που δακρύζει.
Πατώ, πατώ σε πύρινα ρημάδια
με της τραγωδάις τα ολόασπρα μαγνάδια 
Και, ω κόσμε, πο μ' άκουσες και ρίγησες,
σκορπώ επιχορήγησες.

Νέζ.: Το ζήτημα του Εθνικού Ποδοσφαίρου (οι κυρίες Αλίκη Νικολάου, Κατ. Βερώνη και ο Κανταρίνης κεφαλοδεμένος).
Κυρ.: Μα, τι είν' αυτό βρε παιδί μου; Τι χάλια έχεις; παίκτης είσαι;
Κονταρίνης.: Όχι, διαιτητής. Αυτοί είναι παίκτες.
Βερώνη: Ολυμπιακός (τον κλωτσάει)
Νικολάου: Παναθηναϊκός (τον κλωτσάει κι αυτή)

Νέζ: Το ζήτημα των Εβραίων Θεσσαλονίκης (ο κ. Δούκας)
Δούκας: Το μακαμπή είναι παλλουκάρ, δεν φοβείος τίποτα.
Κυρ.: Και τι κρατάς αυτού;
Δούκας.: Παντελόνια για ν' αλλάζει.
Λεπενιώτης: Δεν μου δίνεις ένα παιδί μου, που είναι τρύπιο το δικό μου.
Δούκας: Εκατόν είκοσι μία και πενήντα κάνει.

Νέζ.: Το ζήτημα του Τουρισμού.
Γερμανίδα: Κύριο πρόεδρο. Ντεν τέλει έρχεται Γκρίχελαντ. 
Κυρ.: Γιατί μωρέ παιδί μου;
Γερμ.: Δρόμους ντεν έχει.
Κυρ.: Καλά. Άσε τους δρόμους.
Γερμ.: Βάσσερ, νερό ντεν έχει.
Κυρ.: Άστο και το βάσσερ. Τι άλλο δεν έχει;
Γερμ.: Δεν έχει συγκοινωνία.
Κυρ.: Καλά και συγκοινωνία ντεν έχει. Άλλο; 
Γερμ.: Ξενοδοχείο έχει κορέους.
Κυρ.: Να, λοιπόν, που έχουμε και κάτι.

Νέζ.: Η Δικαιοσύνη και το ζήτημα του δικαστικού μεγάρου.
(Μπαίνει η Πέρσα Βλάχου μ' ένα γάιδαρο, φορτωμένο το Δικαστικό μέγαρο)
Βλάχου: Ντε, αναγνώστη ντε...
Κυρ.: Τ' είν αυτό; Πού το πας;
Βλάχου: Το δικαστικό μέγαρο. Το γυρίζω από συνοικία σε συνοικία. Λύσε μου το ζήτημα κ. Πρόεδρε.
Κυρ.: Αμ θα στο λύσω και σένα. Πού θα μου πας;

Καντιώτης.: Και τώρα κ. Πρόεδρε, που έχουμε τα ζητήματα μπροστά μας...
Κυρ.: Να κάμωμεν μίαν σύσκεψιν και να τα κανονίσωμεν φίνα και ωραία. Εμπρός.
Καρέζος: Αμάν, μουσιού Πρόεδρο.
Αποκατάσταση ώσπου να γίνεται
Έλιωσα τα ποντάρια μου
Παράγκα φαωμένο έκανα,
Τώρα τα φάω και τ' αγκωνάρια μου.
Καντ.: Τι θα γίνει μ' αυτό το ζήτημα της αποκαταστάσεως πάλι;
Κυρ.: Τι να τους κάνω που, ώσπου να πάρουν την αποζημίωση, τη ροκανάνε άλλοι;
Όλοι: Ωχ, πρόεδρε αμάν,
εμένα έκανε στραπάτσα,
ωχ αμάν και δεν έχω
καλύβι για να κάτσω.
Ωχ, όταν εκλογές θα ξανακάνεις, να προσέχεις
Ωχ, ψήφο μας ανάποδα, κύριε πρόεδρε θα έχεις.

Λεπενιώτης: Κύριε, Πρόεδρε. Λυπηθείτε μας, που είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι από κούνια
και η κοιλιά μας από την πείνα έχει πάει στα τακούνια.
Καντ.: Για να λυθεί επί τέλους αυτό το ζήτημα και να πάψουν να γκρινιάζουνε
Κυρ.: Πρέπει να τρώνε μια φορά την εβδομάδα για να μη.. κακοστομαχιάζουνε.
Όλοι: Δεν υπάρχει ψιλή,
δι' εμένα δεν υπάρχει
κι αν βρεθεί καμία
στα Ταμεία
ασφαλώς θα είναι
κάλπικη κι αυτή.

Κονταρίνης: Κύριε Πρόεδρε, εσύ που ανέλαβες να μας σώσεις μετά μεγάλης αυταπαρνήσεως
Νικολάου-Βερώνη: Λύσε μας το ζήτημα της εθνικής μας ποδοσφαιρήσεως.
Καντ.: Πρέπει ο ελληνικός Λαός να μάθει φουτ-μπολ, έτσι χάριν γούστου
Κυρ.: Για να μπορεί να δίνει και καμιά κλωτσιά στους υπουργούς του.
Όλοι: Να 'ναι ο Λαός ο ελληνικός
Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός
Υπουργοί όταν δεν κρατάνε φέρμα
μια κλωτσιά και θα έρχονται στο τέρμα.

Δούκας: Κύριε πρόεδρε. Να λύνει το ζήτημα για το Χάβρα εις το Σαλονίκο,
που το τσακίσανε στο ξύλο το κακόμοιρο το Χαχαμίκο.
Καντ.: Ας λυθεί αυτό το ζήτημα για το καλό τους
Κυρ.: Και να μας συμπαθάνε, γιατί πριν λύσουμε το ζήτημα, ελύσαμε τον αφαλό τους.
Όλοι: Αμπαχά, Αμπαχά,
του μπι ορ νοτ του μπι
Αμπαχά, τι τραβά
το δόλιο το Μακαμπί.

Μ. Νέζερ: Κύριε Πρόεδρε, με τον κινηματογράφο, τον παρλάν, το κακό και ξαφνικό,
λάβε καμιά πρόνοια και για το θέατρο το εθνικό.
Καντ.: Ας λυθεί και αυτό το ζήτημα, για να παίζουν ηθοποιοί μεγάλοι και φαμόζοι
Κυρ.: Σκέπτομαι πως θα 'ναι καλύτερα στην Ελλάδα να ιδρύσωμεν τον Εθνικό μας Καραγκιόζη.
Όλοι: Άνοιξε μία πίστωση
εσύ καλέ που άρχεις,
παράτα την πολιτική
και γίνου θιασάρχης.

Βλάχου: Κύριε Πρόεδρε, λύσε μας και το σοβαρώτερο ζήτημα εν Ελλάδι,
Πού να το χτίσομε ετούτο το ρημάδι. (σ.σ. το δικαστικό μέγαρο)
Καντ.: Να το χτίσομε μ' ένα τρόπο που να έχει αβάντες.
Κυρ.: Σαν τον φούρνο του Νασερεδίν χότζα, που να γυρίζει σ' όλες τις μπάντες.
Όλοι: Άντε, πού θα πάει,
που εδώ και κει γυρνάει,
Κατά πού πάμε, δεν θα ζήσουμε,
για να το χτίσουμε.
Ο καιρός περνάει,
ποιος ξέρει, ποιος μασάει,
Κατά πού πάμε. Κι αν το χτίσουμε,
θα το γκρεμίσουμε.




Σχετικά θέματα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου